Γιάννης Μαυρής
Δρ. Πολιτικών Επιστημών
Εισαγωγή
Οι δημοσκοπήσεις αποτελούν φαινόμενο
της σύγχρονης Δημοκρατίας και στοιχείο αδιαχώριστο από τη σημερινή μορφή της
πολιτικής και του πολιτικού συστήματος. Η μεταπολεμική περίοδος χαρακτηρίζεται
από τη μαζική παραγωγή και τη ραγδαία επέκταση της χρήσης τους. Για να
διαπιστώσει κανείς αυτήν τη δομική αλλαγή που έχουν επιφέρει στην πολιτική
λειτουργία και τη λήψη των αποφάσεων δεν έχει παρά να σκεφθεί τη σημασία που απέκτησαν
οι δημοσκοπήσεις με τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία. Η καθυστερημένη εμφάνιση του
φαινομένου στην Ελλάδα, οφείλεται στους ίδιους ιστορικούς λόγους, που εξηγούν
τις ιδιαιτερότητες της μορφής του μετεμφυλιακού κράτους και του κομματικού
συστήματος. Ουσιαστικά, η ανάπτυξη των δημοσκοπήσεων αποτελεί παράγωγο της
μεταπολιτευτικής περιόδου και, μάλιστα, της ύστερης υποπεριόδου της (μετά το
1989). Οι μετασχηματισμοί του κομματικού και πολιτικού συστήματος της
Γ΄ελληνικής Δημοκρατίας, από τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, έχουν οδηγήσει
και στη χώρα μας στην ενίσχυση του ρόλου και της σημασίας τους. Ορόσημο σε
αυτήν τη διαδικασία αποτέλεσαν οι βουλευτικές εκλογές του 1996, τόσο για την
εδραίωση των προεκλογικών δημοσκοπήσεων, όσο και για την καθιέρωση, από τα
τηλεοπτικά δίκτυα, των δημοσκοπήσεων έξω
από τα εκλογικά τμήματα (exit polls).
Ο όρος δημοσκόπηση Κοινής Γνώμης είναι πολύ ευρύτερος και δεν
περιορίζεται μόνον στις πολιτικές δημοσκοπήσεις[2].
Σύμφωνα με έναν ορισμό, η δημοσκόπηση
Κοινής Γνώμης αποτελεί: 1) Διευρεύνηση της γνώμης πάνω σε ένα ή περισσότερα
θέματα, 2) ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος πληθυσμού, 3) προϋποθέτει επιλογή
του δείγματος με την πιθανοθεωρητική
δειγματοληπτική μέθοδο, 4) χρήση ερωτηματολογίου, με την τεχνική της
ατομικής συνέντευξης, 5) συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων, 6) εξαγωγή
συμπερασμάτων για το σύνολο του εν λόγω πληθυσμού. Χωρίς την συνεύρεση όλων
αυτών των στοιχείων, ανεξαιρέτως, δεν υφίσταται έρευνα Κοινής Γνώμης[3].
Αν και δημιούργημα του 20ού αιώνα,
αφετηρία των δημοσκοπήσεων θεωρούνται οι πρώτες εμπειρικές προσεγγίσεις των
κοινωνικών φαινομένων, ήδη από τι αρχές του 19ου αιώνα. Πολιτική προϋπόθεση για την ανάδυση του φαινομένου αποτελεί η καθιέρωση της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, που βασίζεται
στην καθολική ψηφοφορία και στην ιδεολογία
της Κοινής Γνώμης[4],
ενώ οι επιστημονικές
προϋποθέσεις ανάπτυξης και γενίκευσης της χρήσης των δημοσκοπήσεων
είναι, συνοπτικά, οι εξής: 1) Οι εξελίξεις στη στατιστική θεωρία, με τη
διατύπωση της θεωρίας των πιθανοτήτων και την εφαρμογή της δειγματοληπτικής
μεθόδου. 2) Η μελέτη των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού, κυρίως της εργατικής
τάξης, που καθιερώνει τη χρήση του ερωτηματολογίου και η ανάπτυξη της τεχνικής
των ατομικών συνεντεύξεων. 3) Η ανάπτυξη των κοινωνικών ερευνών που οδηγεί στην
αυτονόμηση της κοινωνιολογίας και της πολιτικής επιστήμης και στη νομιμοποίησή
τους στην εμπειρική μελέτη των κοινωνικών φαινομένων, με τη χρήση στατιστικών
μεθόδων[5].
Καθοριστική σημασία για την ανάπτυξη των πολιτικών δημοσκοπήσεων, έχει και η
ανάπτυξη των μελετών πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς στις ΗΠΑ, ήδη από τα
μέσα της δεκαετίας του ’40[6].
Η εδραίωση της αμερικανικής σχολής επιβάλλει σχεδόν απόλυτα στην κοινωνική
έρευνα τις ποσοτικές μεθόδους μέτρησης[7].
Όπως παρατηρεί ο ίδιος συγγραφέας, υπάρχει το παράδοξο φαινόμενο, η τεχνική να
επιβάλλει στην επιστήμη το αντικείμενό της[8].
Η ανάπτυξη της πληροφορικής, που πολλαπλασιάζει ιλιγγιωδώς τις δυνατότητες
επεξεργασίας των εμπειρικών δεδομένων, με τη χρήση Η/Υ, αποτελεί, τέλος, την τεχνολογική προϋπόθεση για την
“έκρηξη” του φαινομένου.
Ιστορικά, η ανάδυση των δημοσκοπήσεων
τοποθετείται στις ΗΠΑ, στα μέσα της δεκαετίας του ’30. Ακριβώς πριν από εξήντα
τρία χρόνια, στην προεδρική αναμέτρηση του 1936, μεταξύ Landon και Roosevelt, ο George Gallup, χρησιμοποιώντας
ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα πέντε χιλιάδων ατόμων, θα καταφέρει να προβλέψει με
ακρίβεια τις προθέσεις του εκλογικού σώματος (τη νίκη του Roosevelt). Η επιτυχία του Gallup, που θα τον καθιερώσει
και ως τον πατέρα των δημοσκοπήσεων, θα αποτελέσει την αφετηρία για την άνθηση
της νέας μεθόδου[9]. Σήμερα
υπολογίζεται ότι δημοσκοπήσεις διεξάγονται σε τουλάχιστον 78 χώρες του κόσμου,
ενώ ο αριθμός των οργανισμών (εταιρειών, ή ινστιτούτων) που πραγματοποιούν
δημοσκοπήσεις ανέρχεται σε 500-600[10].
Για να γίνει αντιληπτή η σημερινή ποσοτική διάσταση του φαινομένου, αξίζει να
αναφερθεί, ότι στην τελευταία προεδρική αναμέτρηση των ΗΠΑ (Νοέμβριος 1996),
μόνον το τηλεοπτικό δίκτυο CNN πραγματοποίησε, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής
περιόδου, περίπου διακόσιες
δημοσκοπήσεις[11].
Είναι ακόμη χαρακτηριστικό, ότι η μεγαλύτερη βάση αποδελτιωμένων ερωτήσεων
Κοινής Γνώμης στις ΗΠΑ, που καλύπτει την περίοδο των εξήντα ετών από το 1936,
περιλαμβάνει σήμερα περισσότερες από διακόσιες
πενήντα χιλιάδες ερωτήσεις ερευνών για όλους τους τομείς της ανθρώπινης
δραστηριότητας. Αλλά και στον ευρωπαϊκό χώρο, τα αντίστοιχα δεδομένα είναι
εντυπωσιακά. Πχ., στη Γαλλία, σύμφωνα με τα στοιχεία για το 1995, οι
δημοσκοπήσεις που δημοσιοποιούνται κατά
μέσο όρο κάθε μήνα, ανέρχονται σε ενενήντα πέντε[12].
Η ανάδειξη των δημοσκοπήσεων, στη θέση
που κατέχουν σήμερα, είναι αποτέλεσμα μιας σειράς μετασχηματισμών της πολιτικής
και της μορφής της Δημοκρατίας κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Οι τρεις βασικές
τάσεις που κατέστησαν δυνατή αυτήν την εξέλιξη είναι οι εξής: Πρώτον, οι μετασχηματισμοί των
πολιτικών κομμάτων που οδηγούν στην γραφειοκρατικοποίησή τους. Η υποβάθμιση του
ρόλου της μαζικής οργάνωσης, ως ιμάντα μεταβίβασης της λαϊκής βούλησης στην
πολιτική εκπροσώπηση[13]
επιφέρει την επαγγελματοποίηση της πολιτικής, που επιτρέπει, με τη σειρά της,
την εκχώρηση πολιτικών λειτουργιών σε ιδιωτικούς φορείς. Δεύτερον, η ανάδειξη των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας (ΜΜΕ)
και ο νέος διευρυμένος ρόλος που αναλαμβάνουν για την παραγωγή και αναπαραγωγή
της πολιτικής, που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός νέου δημόσιου χώρου. Η πολιτική μεσολαβείται, πλέον, κυρίως
δια των ΜΜΕ. Η δράση των κομμάτων, από παραγωγή στρατηγικής και πολιτικής περιορίζεται,
όλο και περισσότερο, σε “επικοινωνιακές τεχνικές”[14],
ενώ τα “καθήκοντα” εκπροσώπησης των πολιτών “εκχωρούνται” ατύπως στα ΜΜΕ. Επι
μέρους συνέπεια της τάσης ενίσχυσης των ΜΜΕ -αλλά με σημαντικές επιπτώσεις στις
δημοσκοπήσεις- είναι ο κυρίαρχος ρόλος που αναλαμβάνει η τηλεόραση στην κάλυψη
των εκλογών. Είναι χαρακτηριστική η εμπειρία των αμερικανικών τηλεοπτικών
δικτύων που οδήγησε, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, στην ανάπτυξη νέων μορφών
εκλογικών δημοσκοπήσεων, τις
δημοσκοπήσεις έξω από τα εκλογικά τμήματα[15].
Τρίτον, η σύγχρονη κρίση της αντιπροσωπευτικής
Δημοκρατίας, δηλαδή η κρίση των παραδοσιακών αντιπροσωπευτικών θεσμών
(κομμάτων, συνδικάτων). Η κρίση
εκπροσώπησης ενισχύει τη θέση των δημοσκοπήσεων, ως εργαλείου αναγνώρισης των
διαθέσεων της κοινωνίας. Λόγω της εντεινόμενης αποξένωσής τους από τους “από
κάτω”, οι δημοσκοπήσεις γίνονται όλο και πιο απαραίτητες στους “από πάνω”[16],
δηλαδή στην πολιτική ελίτ που λαμβάνει τις αποφάσεις.
Το ποιοτικό στοιχείο που διαφοροποιεί,
τη σημερινή ανάδειξη των δημοσκοπήσεων είναι η απορρόφησή τους από τα ΜΜΕ. Η μαζική χρήση των δημοσκοπήσεων
από τα ΜΜΕ έχει οδηγήσει στη σύζευξή
τους σε αυτά. Στις περισσότερες χώρες, ευρήματα ερευνών Κοινής Γνώμης
δημοσιεύονται σε τακτική βάση, περισσότερο συχνά (σχεδόν καθημερινά) στις
εφημερίδες και στα περιοδικά, λιγότερο συχνά στην τηλεόραση[17].
Πρόκειται για μια τάση, που ανταποκρίνεται, πλήρως, στη διττή λειτουργία
των ΜΜΕ: αφενός μέσων πληροφόρησης,
αφετέρου ιδιωτικών εταιρειών που υπόκεινται στον ανταγωνισμό. Τα ΜΜΕ
τεκμηριώνουν, αλλά και νομιμοποιούν το λόγο τους με το (επιστημονικό/ ή μη)
κύρος των δημοσκοπήσεων, διευρύνοντας, ταυτοχρόνως, τα όρια επιρροής τους.
Χρησιμοποιούν, εκτεταμένα, τις δημοσκοπήσεις, όχι μόνον στις προεκλογικές
περιόδους, αλλά για την κάλυψη οποιουδήποτε ζητήματος αναδεικνύει η
επικαιρότητα. Είναι οι καλύτεροι πελάτες των εταιρειών δημοσκοπήσεων[18],
αν και στην Ελλάδα αυτή η τάση βρίσκεται ακόμη στην αρχή.
Κατά την προδικτατορική περίοδο, η πραγματοποίηση πολιτικών και
εκλογικών δημοσκοπήσεων είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Η μορφή του
μετεμφυλιακού κράτους και του πολιτικού συστήματος, η μορφή οργάνωσης των
κομμάτων και του Τύπου, καθώς και η (παράγωγη) υπανάπτυξη των κοινωνικών επιστημών
και της έρευνας, ως ιδεολογική συνέπεια αυτής της ελληνικής πολιτικής
ιδιομορφίας, δεν επέτρεπαν, ούτε καθιστούσαν δυνατή την ανάπτυξη των
δημοσκοπήσεων. Η απαρχή εμφάνισης του φαινομένου στην Ελλάδα συνδέεται με
εξωγενείς παράγοντες. Οι πρώτες δημοσκοπήσεις διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια
του εμφυλίου πολέμου, από την “Συμμαχική Αποστολή για την παρακολούθηση των
Ελληνικών Εκλογών” (Allied Mission to Observe the Greek Elections - AMFOGE), η οποία είχε έρθει στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του
1946, για να επιβλέψει τη διεξαγωγή των πρώτων μεταπολεμικών εκλογών της 31ης
Μαρτίου 1946. Η συμμαχική αποστολή πραγματοποίησε συνολικά έξι δειγματοληπτικές
έρευνες, οι πιο σημαντικές από τις οποίες ήταν, σύμφωνα με τον Η.Νικολακόπουλο,
“η έρευνα Β, που αποτελεί την πρώτη πανελλαδική δειγματοληπτική έρευνα (με
μέγεθος δείγματος 2.000 νοικοκυριά κατανεμημένα σε 150 σημεία δειγματοληψίας
και η έρευνα F (για το μέγεθος της “πολιτικής αποχής”) την πρώτη πολιτική δημοσκόπηση στην Ελλάδα. Η έρευνα F πραγματοποιήθηκε
την επομένη των εκλογών (δηλαδή την 1η Απριλίου του 1946), με προσωπικές
συνεντεύξεις από 1.345 άτομα, επιλεγμένα με βάση τους εκλογικούς καταλόγους 113
εκλογικών τμημάτων”[19].
Σύμφωνα με τον ίδιο συγγραφέα, η παρουσίαση των αποτελεσμάτων, λίγες μέρες μετά
τις εκλογές, που υπολόγιζε το ποσοστό της αποχής σε 9,3% “αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα για την απόλυτα χειραγωγική
χρησιμοποίηση που μπορεί να γίνει στα στατιστικά ευρήματα μιας πολιτικής
δημοσκόπησης”[20].
Η επόμενη δημοσκόπηση θα
πραγματοποιηθεί σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα, το 1957, ενώ στις παραμονές των
εκλογών του 1961, πραγματοποιείται στο Πολεοδομικό Συγκρότημα της Πρωτεύουσας,
η πρώτη, μεταπολεμικά, πειραματική έρευνα για την πρόβλεψη του εκλογικού
αποτελέσματος[21]. Παρόμοιες
δημοσκοπήσεις πραγματοποιήθηκαν κατά τις παραμονές των εκλογών του 1963-64
καθώς, επίσης, και προ των προγραμματισμένων εκλογών του Μαίου 1967, που
ματαίωσε η επιβολή της Δικτατορίας. Καμμία από αυτές τις έρευνες δεν
δημοσιοποιήθηκε εκείνη την περίοδο, ούτε και στη μεταπολίτευση, με μιαν
εξαίρεση[22].
Η συστηματική ανάπτυξη των
δημοσκοπήσεων στην Ελλάδα αρχίζει μετά το 1974. Μια πρώτη δημοσιοποίηση
αποτελεσμάτων πολιτικών δημοσκοπήσεων καταγράφεται στις παραμονές των
βουλευτικών εκλογών του 1977. Σε αυτήν την περίοδο, η απήχηση τους παραμένει
περιορισμένη, όπως επίσης και η προβολή τους από τα ΜΜΕ. Η αλλαγή του κλίματος
θα συντελεσθεί κατά τη δεκαετία του ’80. Σε αυτό συνεισφέρει η σχετική επιτυχία
των δημοσκοπήσεων στις ευρωεκλογές του 1984, ενώ η επιστημονική διερεύνηση της
ελληνικής Κοινής Γνώμης εμπολουτίζεται σημαντικά: α) με τη διεξαγωγή και στην
Ελλάδα από το 1981 του Ευρωβαρόμετρου, των
τακτικών ερευνών Κοινής Γνώμης που πραγματοποιεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε όλες
τις χώρες-μέλη και β) με τη διεξαγωγή από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) επιστημονικών ερευνών
πολιτικής κουλτούρας και συμπεριφοράς, στην περίοδο 1985-90[23].
Η άνθηση των πολιτικών δημοσκοπήσεων εγκαινιάζεται, ουσιαστικά, στην περίοδο
1989-90, όποτε οι δημοσκοπήσεις αρχίζουν να καθίστανται απαραίτητες, τόσο στα
πολιτικά κόμματα, όσο και στα ΜΜΕ. Σε αυτήν τη μεταβολή συντελούν τόσο οι
αλλαγές στο μεταπολιτευτικό κομματικό σύστημα -η διαδικασία
αποδόμησης/μετασχηματισμού που εγκαινιάζεται από το 1989- όσο και η ανάπτυξη
της ιδιωτικής τηλεόρασης και η ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των ηλεκτρονικών
ΜΜΕ που προκλήθηκε.
Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1996,
εγκαινιάζεται η χρησιμοποίηση δημοσκοπήσεων
έξω από τα εκλογικά τμήματα, για την πρόβλεψη του εκλογικού
αποτελέσματος σε βουλευτική αναμέτρηση,
όχι όμως και χωρίς κάποιες παρενέργειες[24].
Έχει προηγηθεί η εφαρμογή της μεθόδου στις Ευρωεκλογές του
1994 και στις Δημοτικές εκλογές του ιδίου έτους, στους τρεις μεγαλύτερους
δήμους της χώρας (Αθήνα, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη). Το γεγονός συνιστά σημαντική
αλλαγή, καθότι ανατρέπει ριζικά τον παραδοσιακό τρόπο μετάδοσης και κάλυψης των
εκλογών, ολοκληρώνοντας την κυριαρχία της τηλεόρασης πάνω σε αυτήν.
Η ραγδαία ανάπτυξη των δημοσκοπήσεων
και η ενίσχυση του ρόλου τους έχει θέσει -εύλογα- εδώ και καιρό το ερώτημα, αν αυτές αποτυπώνουν απλώς, ή χειραγωγούν
την Κοινή Γνώμη, ιδίως κατά την προεκλογική περίοδο. Πριν επιχειρηθεί η
απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι απαραίτητο να διακριθεί: Πρώτον, η παραγωγή από τη χρήση των δημοσκοπήσεων και δεύτερον, η ορατή χειραγωγική
χρήση, από την εγγενή πολιτική-ιδεολογική τους λειτουργία. Η πρώτη διάκριση
είναι αναγκαία, διότι υπάρχει και η επιστημονική διάσταση των ερευνών: στο
μέτρο που αποτελούν τμήμα της εμπειρικής πολιτικής και κοινωνικής έρευνας,
αποτυπώνουν την πραγματικότητα και συνεισφέρουν στην επιστημονική κατανόησή
της. Με άλλους όρους αποτελούν πηγή
πληροφόρησης των πολιτών και, επομένως, είναι επικίνδυνες αυτές
καθεαυτές, όσο επικίνδυνη είναι και η κοινωνική-πολιτική έρευνα εν γένει. Θα
πρέπει να σημειωθεί, εντούτοις, ότι αυτή η επιστημονική πλευρά είναι μεν
υπαρκτή δεν είναι, όμως, η κυρίαρχη. Θα πρέπει, επίσης, να διακριθεί η ορατή δια γυμνού οφθαλμού χειραγωγική
χρήση, που αγγίζει τα όρια της “κακοποίησης” των δημοσκοπήσεων και η
οποία μπορεί να αποδυναμωθεί με θεσμική ρύθμιση, από την ολιγότερο
εμφανή, αλλά εγγενή πολιτική-ιδεολογική λειτουργία τους, που απαιτεί
περισσότερο διεισδυτική κριτική και η οποία δεν
μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο θεσμικής ρύθμισης. Στοιχεία της πρώτης
μορφής εμφανούς χειραγωγικής χρήσης, συνιστά, πριν από όλα, η ίδια η υπερβολική χρήση, ή κατάχρηση των
δημοσκοπήσεων, η διόγκωση της σημασίας τους και η υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων
που πρσφέρουν, ως επιστημονικό εργαλείο. Επιπλέον, η επιλογή του χρόνου
πραγματοποίησης των μετρήσεων, η επιλεκτική χρήση με ανάλογη δημοσιοποίηση, ή
αποσιώπηση των αποτελεσμάτων, καθώς και η αυθαίρετη ερμηνεία που εξυπηρετεί
πολιτικές γραμμές. Ιδίως στην Ελλάδα, το πρόβλημα αυτό οξύνεται, καθότι δεν υφίσταται -πέραν της αυτοδέσμευσης
των οργανισμών δημοσκοπήσεων- οποιαδήποτε θεσμική ρύθμιση και έλεγχος της
μεθοδολογίας και της δεοντολογίας των ερευνών[25].
Μια επιπλέον απαραίτητη διάκριση, που
πρέπει να λαμβάνεται υπ’όψιν, είναι ανάμεσα στις πολιτικές και στις εκλογικές δημοσκοπήσεις. Μέχρι σήμερα η
κριτική στην Ελλάδα έχει εστιασθεί -ίσως εσφαλμένα- στις εκλογικές
δημοσκοπήσεις και έχει αφήσει εκτός της οπτικής της, τις καθεαυτό πολιτικές
δημοσκοπήσεις. Οι εκλογικές δημοσκοπήσεις αποτελούν τις πλέον δημοφιλείς, και
στην Ελλάδα έως σήμερα τις περισσότερο γνωστές, αλλά, όπως ήδη αναφέρθηκε, όχι
και τη μοναδική μορφή πολιτικών ερευνών. Διεθνώς, αντιπροσωπεύουν ένα μικρό
ποσοστό των πολιτικών ερευνών Κοινής Γνώμης[26].
Ενώ ένας σημαντικός αριθμός ερευνών έχει ως στόχο να καταγράψει τις γνώμες των
ερωτωμένων, πάνω σε θέματα που ορίζονται
ως πολιτικά, οι εκλογικές δημοσκοπήσεις, που αποτελούν μια εντελώς
ιδιαίτερη κατηγορία, καταγράφουν, κυρίως, ή και αποκλειστικά την πρόθεση ψήφου των ερωτηθέντων (οι
προεκλογικές), ή την πράξη της ψήφου
(οι δημοσκοπήσεις έξω από τα εκλογικά τμήματα), κατά τον ίδιο τρόπο που οι
εκλογές καταγράφουν την ψήφο των εκλογέων[27].
Στην Ελλάδα, οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται από τις εταιρείες ερευνών στις
εκλογικές έρευνες στοχεύουν στην όσο το δυνατόν πιστότερη αναπαράσταση των
πραγματικών συνθηκών της ψηφοφορίας[28].
Σε γενικές γραμμές, η εκλογική δημοσκόπηση δε διατρέχει τους μεθοδολογικούς και
επιστημονικούς κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι πολιτικές έρευνες και,
γενικότερα, οι έρευνες Κοινής Γνώμης. Άλλωστε, το αποτέλεσμά της δοκιμάζεται
άμεσα και δημόσια, μόλις γνωστοποιηθεί το εκλογικό αποτέλεσμα. Όπως αναφέρει ο
Γ.Κατζουράκης, η διατύπωση της γνώμης του ερωτωμένου δεν επηρεάζεται σχεδόν
καθόλου από την υποβολή των ερωτήσεων, εφόσον η επιλογή γίνεται ανάμεσα από
εναλλακτικές λύσεις που είναι γνωστές και προϋπάρχουν της σφυγμομέτρησης[29].
Οι κίνδυνοι είναι ακόμη πιο περιορισμένοι στην περίπτωση των δημοσκοπήσεων έξω από τα εκλογικά τμήματα,
όπου καταγράφεται, όχι πλέον η πρόθεση, αλλά η πράξη της ψήφου. Η μέχρι σήμερα
πρακτική των εκλογικών δημοσκοπήσεων αποδεικνύει, ότι στο βαθμό που η μέτρηση
πραγματοποιείται κοντά στην ημερομηνία της εκλογικής αναμέτρησης, τότε είναι
βάσιμη η υπόθεση, ότι ο ψηφοφόρος θα ψηφίσει, τελικώς, όπως απάντησε και στην
έρευνα[30],
χωρίς, ωστόσο, να εξαλείφεται η πιθανότητα του “λάθους”[31].
Επομένως, σε σύγκριση με τις πολιτικές
δημοσκοπήσεις, οι καθεαυτό εκλογικές δημοσκοπήσεις, όντας περισσότερο “τεχνικού
χαρακτήρα”, διακρίνονται σαφώς από μικρότερο βαθμό ιδεολογικής επιβολής. Οι
προηγούμενες διαπιστώσεις ισχύουν σε μεγαλύτερο βαθμό, όταν ο κομματικός
ανταγωνισμός διεξάγεται υπό συνθήκες σχετικά παγιωμένων κομματικών ταυτίσεων και, προφανώς, σε μικρότερο, όταν
εμφανίζονται τα φαινόμενα της απαξίωσης
της πολιτικής και της ψήφου, της ρευστότητας και της έντονης κινητικότητας
των ψηφοφόρων.
Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να
ξεκαθαρισθεί, ότι οι προκατασκευασμένες, ή πλαστές δημοσκοπήσεις, που
εμφανίζονται σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν συνιστούν το μείζον πρόβλημα. Για να
καταστεί εφικτός ο επηρεασμός της Κοινής Γνώμης, μέσω δημοσίευσης παρόμοιων
δημοσκοπήσεων, θα πρέπει ο επηρεάζων να εξασφαλίσει τη “συνενοχή” των διάφορων
ανταγωνιστικών οργανισμών δημοσκοπήσεων, καθώς και τη “συνενοχή” των πολλών
ανταγωνιζομένων ΜΜΕ, των οποίων η αξιοπιστία διακυβεύεται ευθέως. Η ύπαρξή
τους, είναι, μάλλον, συμπτωματική και
σημαδεύει, κατά κανόνα, την πρώιμη φάση ανάπτυξης του φαινομένου, ή αφορά
λιγότερο αναπτυγμένα και νεο-αναδυόμενα πολιτικά συστήματα. Η συγκρότηση της
αγοράς των δημοσκοπήσεων αποβάλλει αργά, ή γρήγορα τους οργανισμούς που
πραγματοποιούν προκατασκευασμένες δημοσκοπήσεις, καθιστώντας τους πλήρως
αναξιόπιστους. Το ίδιο το εκλογικό αποτέλεσμα
-η δοκιμασία της πραγματικότητας στην οποία υποβάλλονται αναγκαστικά οι
εκλογικές δημοσκοπήσεις- λειτουργεί, μακροπρόθεσμα, κυριολεκτικά, ως
“εκκαθαριστικός μηχανισμός”. Εντούτοις, αυτή η αντικειμενική και μακροπρόθεσμη
λειτουργία της “αγοράς”, δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως η μοναδική μέθοδος
“αυτορρύθμισης”, που δήθεν καθιστά περιττή την ανάγκη θεσμικού ελέγχου.
Αντιθέτως, η θεσμική ρύθμιση και απαραίτητη είναι και λειτουργεί συμπληρωματικά
και υποβοηθητικά (βλέπε και παρακάτω). Κατά συνέπεια, η ουσιαστική κριτική θα πρέπει να εστιασθεί στις επιστημονικά άρτιες
δημοσκοπήσεις.
Μπορεί να φανεί παράδοξο, αλλά παρά τη
δημοσιότητα αυτής της διαμάχης, η
πολιτική επιστήμη δεν παρέχει έως σήμερα συστηματικές απαντήσεις στα κομβικά ερωτήματα που αφορούν τις
δημοσκοπήσεις. Σε ποιό βαθμό και μέσω ποιού μηχανισμού επηρεάζουν τα
αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, κατά την προεκλογική περίοδο, τη διαμόρφωση του
πολιτικού κλίματος, ή πόσο επιδρά η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων τους στην
απόφαση του ψηφοφόρου, σχετικά με τις κομματικές του προτιμήσεις και, κατά
συνέπεια, στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος. Οι διαθέσιμες
επιστημονικές απαντήσεις είναι έως σήμερα αμφιλεγόμενες.
Προφανώς, αν η κριτική περιορισθεί
μόνον στη διαπίστωση, ότι οι δημοσκοπήσεις, δημιουργούν εντυπώσεις, τότε
παραμένει σίγουρα επιφανειακή, διότι εντυπώσεις, και μάλιστα πολύ ισχυρότερες, δημιουργούν
και άλλοι παράγοντες επηρεασμού της Κοινής Γνώμης, όπως πχ. μια πολιτική
συγκέντρωση, ένα αρνητικό διαφημιστικό μήνυμα, μια επιτυχημένη, ή αποτυχημένη
τηλεοπτική συζήτηση, ένα πρωτοσέλιδο του Τύπου, ακόμη και οποιοδήποτε άλλο
επεισόδιο, ή περιστατικό της προεκλογικής περιόδου. Η διαφορά, βεβαίως, των
δημοσκοπήσεων έγκειται στη νομιμοποιητική λειτουργία που παρέχουν στα ΜΜΕ, λόγω
του επιστημονικού, ή ενίοτε επιστημονικοφανούς χαρακτήρα που διαθέτουν. Σε
γενικές γραμμές, οι μορφές επιρροής και οι συνέπειες που έχουν αποδοθεί στις
εκλογικές δημοσκοπήσεις μπορούν να συνοψισθούν στα ακόλουθα: 1) παρακινούν τους
εκλογείς που είχαν σκοπό να απόσχουν, να συμμετέχουν στην ψηφοφορία. 2)
Παρακινούν τους εκλογείς που είχαν σκοπό να ψηφίσουν, να απόσχουν. 3) Παρακινούν
τους εκλογείς να ψηφίσουν την παράταξη που προηγείται. (Η πιθανή επίδραση των
δημοσκοπήσεων υπέρ της παράταξης που εμφανίζεται να διαθέτει την πλειοψηφία
στις προτιμήσεις των εκλογέων είναι γνωστή ως “Bandwagon effect”). 4) Παρακινούν τους
εκλογείς να ψηφίσουν την παράταξη που χάνει έδαφος (“Underdog effect”). 5) Δεν ασκούν καμιά επίδραση[32].
Το εν λόγω ζήτημα έχει τεθεί πρώιμα, ιδίως, στην αμερικανική βιβλιογραφία. Η
πλειονότητα των σχετικών ερευνών στη διεθνή βιβλιογραφία αποδέχεται, ότι η
ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων επηρεάζει, πλην όμως, δεν είναι εκείνη που καθορίζει κατά κύριο λόγο
την τελική απόφαση των ψηφοφόρων. Επιπλέον, δεν είναι καθόλου βέβαιον προς ποιά κατεύθυνση ασκείται
αυτή η επιρροή, ή αν η συνισταμένη των αντιθετικών επιρροών οδηγεί στην
αλληλοεξουδετέρωσή τους[33].
Οι προσδιοριστικοί παράγοντες της ψήφου και της
εκλογικής συμπεριφοράς
Η κριτική που αναγορεύει τις
δημοσκοπήσεις σε κύριο, ή καθοριστικό παράγοντα διαμόρφωσης του εκλογικού
αποτελέσματος, στην ουσία τείνει μάλλον να υπερεκτιμά την εμβέλειά τους.
Αποδίδει σε αυτές ιδιότητες, που παραπέμπουν στην πραγματικότητα, και πάλι, στο
βαθμό επιρροής των ΜΜΕ. Από την άλλη πλευρά, η υπερβολική επιμονή στη σημασία
της προεκλογικής περιόδου για τον προσδιορισμό του εκλογικού αποτελέσματος,
τείνει να αναιρέσει τα θεωρητικά κεκτημένα της πολιτικής επιστήμης. Διότι το
θεωρητικό πρόβλημα, που τίθεται, είναι οι
προσδιοριστικοί παράγοντες της εκλογικής συμπεριφοράς, της ψήφου,
-κατ’επέκταση- της ανάλυσης της κοινωνικής βάσης των κομμάτων και γενικότερα
του κομματικού φαινομένου. Είναι δε γνωστό, ότι οι επιλογές των εκλογέων, οι
κομματικές ταυτίσεις, ή οι σχέσεις εκπροσώπησης, που αποτελούν το θεωρητικό
αντικείμενο της κοινωνιολογίας της πολιτικής, ή της πολιτικής κοινωνιολογίας
συνιστούν εξαιρετικά σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο, που σε καμιά περίπτωση δεν
μπορεί να αποδοθεί, απλώς, στην επίδραση των ερευνών Κοινής Γνώμης. Η
μεταπολεμική ανάπτυξη των εκλογικών μελετών, ήδη από τη δεκαετία του ’50 έχει
περιγράψει, επαρκώς, τη σημασία των επιμέρους παραγόντων επηρεασμού της ψήφου:
της ταξικής και γενικότερα της κοινωνικο-οικονομικής θέσης των εκλογέων, της
θρησκευτικής ταυτότητας, του περιοχικού στοιχείου, της εθνικής και εθνοτικής
ταυτότητας (με ανερχόμενη σημασία), του φύλου, των φυλής, των ιστορικών
διαιρετικών τομών, κοκ.[34].
Στη θεωρητική παραγωγή της μεταπολεμικής πολιτικής επιστήμης, θα πρέπει να
προστεθούν και οι νεότερες εργασίες που έχουν ως αντικείμενο διερεύνησης,
αφενός τις ευρύτατες μεταβολές που έχουν επισυμβεί στους κεντρικούς αξιακούς προσανατολισμούς των πολιτών
τις δύο τελευταίες δεκαετίες, αφετέρου την ανάδυση των νέων ιδεολογικών ρευμάτων και κινημάτων. Οι έρευνες αυτές
ερμηνεύουν σε σημαντικό βαθμό τις νέες μορφές των στάσεων των πολιτών απέναντι
στην πολιτική, το κράτος και τη διακυβέρνηση[35].
Ανεξάρτητα από τις θεωρητικές
διαστάσεις του ζητήματος, σε αρκετές εθνικές νομοθεσίες έχει υπερισχύσει η
προβληματική, ότι οι δημοσκοπήσεις αλλοιώνουν
την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής βούλησης του εκλογέα. Σύμφωνα
με μια μελέτη που διεξήχθη το 1996 από το Ίδρυμα για την Πληροφόρηση, έναν
ανεξάρτητο οργανισμό που δημιουργήθηκε από την ESOMAR και την WAPOR[36], σε τριάντα μια χώρες από εβδομήντα οκτώ που εξετάσθηκαν
(40%) και σε επτά από τις
δεκαπέντε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισχύουν κάποιοι περιορισμοί στη
δημοσίευση δημοσκοπήσεων. Οι περιορισμοί ποικίλουν από απλή εικοσιτετράωρη
απαγόρευση, έως τριάντα μέρες στο Λουξεμβούργο και στην Τουρκία[37].
Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές του 1996 ίσχυσε, για πρώτη φορά και στην
Ελλάδα, απαγόρευση δημοσίευσης αποτελεσμάτων δημοσκοπήσεων, το τελευταίο
δεκαήμερο προ των εκλογών[38],
ενώ με νεώτερη ρύθμιση, που περιελήφθη στο Ν.2623/98 για την “ανασύνταξη των
εκλογικών καταλόγων κλπ”, η απαγόρευση δημοσίευσης επεκτάθηκε από δέκα σε
δεκαπέντε ημέρες και - το κυριότερο - απαγορεύθηκε
η διενέργεια δημοσκοπήσεων για την πρόθεση ψήφου των εκλογέων[39].
Θα πρέπει να σημειωθεί, παρενθετικά, ότι η πρώτη εμπειρία από την εφαρμογή της
σχετικής ρύθμισης στην πρόσφατες Ευρωεκλογές (13/6/99) απέδειξε το αδύνατο της
εφαρμογής της: όχι μόνον δεν αποτράπηκε η διενέργεια δημοσκοπήσεων, αλλά ούτε
καν εμποδίσθηκε και η δημοσιοποίηση αποτελεσμάτων. Κατά το τελευταίο δεκαπενθήμερο
της προεκλογικής περιόδου, αναρίθμητα δημοσίευματα του Τύπου περιείχαν εκτενείς
πληροφορίες για τα “απόρρητα γκάλοπ” των κομμάτων (!).
Αν και πρόκειται για ένα θέμα που
κατεξοχήν προϋποθέτει τη διεξαγωγή ευρύτατου δημοσίου διαλόγου, που θα αξιοποιεί
τη συσσωρευμένη εμπειρία της επιστημονικής έρευνας, αλλά και τη διεθνή εμπειρία
από την εφαρμογή περιορισμών, η ελληνική Βουλή ψήφισε το καλοκαίρι του 1998 με
συνοπτικές διαδικασίες και μάλιστα ως τροποποίηση στο αρχικό σχέδιο νόμου, την
προαναφερθείσα ρύθμιση, που αποτελεί μοναδικό προηγούμενο σε διεθνές επίπεδο
και εκθέτει αναμφίβολα τη χώρα. Πράγματι, παρόμοια απαγόρευση δεν υφίσταται
σήμερα σε καμία χώρα του κόσμου, όπου πραγματοποιούνται δημοσκοπήσεις![40],
ενώ η απαγόρευση διενέργειας
δημοσκοπήσεων ελέγχεται και ως αντισυνταγματική και αντιβαίνουσα, τόσο στο
ελληνικό, όσο και στο ευρωπαϊκό δίκαιο[41].
Δεν είναι, όμως, μόνον η αγνόηση της
διεθνούς εμπειρίας και της σχετικής συζήτησης που προκαλεί εντύπωση, αλλά και η
προχειρότητα στην αντιμετώπιση ένος τόσο σοβαρού για τη Δημοκρατία ζητήματος. Η
εν λόγω ρύθμιση είναι κάτι παραπάνω από βέβαιον ότι δεν πρόκειται να
εφαρμοσθεί, αφού εμπεριέχει ταυτοχρόνως και διάταξη με την οποία αυτοκαταργείται. Στην τρίτη
παράγραφο του ιδίου άρθρου, ο νόμος εξαιρεί από την απαγόρευση τα πολιτικά
κόμματα διαφυλάττωντας το εξαιρετικό δικαίωμα πραγματοποίησης δημοσκοπήσεων
μόνον για αυτά![42]. Πρακτικά
αυτό σημαίνει ότι κατά το διάστημα της απαγόρευσης είναι δυνατόν να
πραγματοποιηθούν δημοσκοπήσεις
τουλάχιστον για λογαριασμό των έξι επισήμων πολιτικών κομμάτων (εδώ θα
επανέλθουμε).
Η νομοθετική ρύθμιση που προωθήθηκε
είναι αποτέλεσμα μιας αντιφατικής τάσης, που χαρακτηρίζει τις σημερινές σχέσεις
πολιτικών κομμάτων/ηγεσιών και δημοσκοπήσεων: Αφενός, συνιστά ρητή και δημόσια
ομολογία της “εξάρτησης “ των πολιτικών και των κομμάτων από τις δημοσκοπήσεις,
οι οποίες έχουν πλέον καταστεί εντελώς απαραίτητες για τους ίδιους και
αποτελούν το βασικό εργαλείο που διαθέτουν για τη διάγνωση των διαθέσεων της
κοινωνίας. Για τούτο και δεν είναι δυνατόν να απαγορευτούν εντελώς. Ταυτόχρονα
όμως αποτελεί και σαφέστατη απόδειξη της βαθύτατης εχθρότητας που αισθάνονται,
ενός φετιχιστικού μένους των ιδίων κατά των δημοσκοπήσεων, στις οποίες
αποδίδουν υπερφυσικές ικανότητες[43].
Το μένος αυτό είναι εύκολα ερμηνεύσιμο. Οι σύγχρονοι πολιτικοί ολοένα και
περισσότερο καθορίζουν την πρακτική τους με βάση τις δημοσκοπήσεις,
υποκλινόμενοι σε έναν εμπειρισμό που τείνει να τους αυτοκαταργεί ως πολιτικούς.
Είναι προφανές ότι η “καλή”, ή “κακή” εικόνα ενός πολιτικού διαμορφώνεται αλλού
και όχι από τις δημοσκόπησεις, όπου απλώς αποτυπώνεται εμπειρικά. Οι ίδιοι
εντούτοις επιμένουν, αυθόρμητα, να χρεώνουν στις δημοσκοπήσεις την πτώση της
δημοτικότητάς τους, ή την επιδείνωση της δημοσίας εικόνας τους και να
μεταθέτουν (να “προβάλλουν”) σε αυτές την ευθύνη. Κατά συνέπεια, η
δημοσιοποίηση των μετρήσεων εκλαμβάνεται από τους ιδίους ως δαμόκλειος σπάθη.
Πρόκειται για την λεγόμενη “τυραννία” που ασκούν οι δημοσκοπήσεις στους
πολιτικούς. Ορισμένοι πολιτικοί συμπεριφέρονται ως εξής: προσπαθούν να
αποφύγουν την καταιγίδα φυλακίζοντας τους μετεωρολόγους!
Είναι προφανές ότι η προκριθείσα
ρύθμιση όχι μόνον δεν επιλύει το πρόβλημα (άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, αυτό
αποδείχθηκε και στην πρώτη εφαρμογή της στις Ευρωεκλογές), αλλά θέτει πολλαπλάσια ζητήματα Δημοκρατίας.
Σε γενικές γραμμές, η εμπειρία από την εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας
(αναφερόμαστε στην απαγόρευση δημοσίευσης, όχι διενέργειας που αφορά μόνον την
Ελλάδα) έχει εγείρει ορισμένα κρίσιμα ερωτηματικά και έχει θέσει τις απαγορεύσεις
αυτού του τύπου σε αμφισβήτηση. Οι αρνητικές επιπτώσεις της απαγόρευσης
διενέργειας και δημοσιοποίησης εντοπίζονται τουλάχιστον σε πέντε σημεία.
Πρώτον, στο γεγονός ότι πλήττεται ευθέως το δικαίωμα της πληροφόρησης και η αρχή
της ισότητας μεταξύ των πολιτών (άρθρο 4, παρ.1 του Συντάγματος). Εισάγεται
μια ανεπίτρεπτη και αντισυνταγματική
διάκριση μεταξύ πολιτών και των κοινωνικών φορέων, από την μια πλευρά, από τους
οποίους αφαιρείται το δικαίωμα της πρόσβασης στα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων
και πολιτικών κομμάτων από την άλλη στα οποία παρέχεται από το νόμο το
εξαιρετικό δικαίωμα να παραγγέλουν τη διενέργεια δημοσκοπήσεων. Διαφυλάττωντας
αποκλειστικά για τα κόμματα το προνόμιο της πληροφόρησης και αποκλείοντας τους πολίτες καθιερώνει “δύο ταχύτητες” στην πληροφόρηση.
Στην ουσία απαγορεύει τις δημοσκοπήσεις “για όλους” και καθιερώνει τις
δημοσκοπήσεις “για τους λίγους”. Με δεδομένες τις σχέσεις πολιτικών και Τύπου
είναι βέβαιον ότι οι δημοσιογράφοι θα μάθουν “τι λένε οι δημοσκοπήσεις”. Οι ίδιοι
με τη σειρά τους θα μεταβιβάσουν την πληροφορία στους επιχειρηματίες με τους
οποίους διατηρούν επαφές και σύντομα, σχεδόν το σύνολο των κοινωνικών ελίτ θα
γνωρίζει τι δείχνουν οι μετρήσεις, ενώ οι απλοί πολίτες όχι[44].
Αλλά και αν παραβλεφθεί η εξαιρετική περίπτωση
απαγόρευσης διενέργειας (πλην κομμάτων), που ισχύει μόνον στην Ελλάδα, η ίδια
κριτική ισχύει και στη γενικότερη περίπτωση της απαγόρευσης δημοσιοποίησης.
Κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει εκείνους που διαθέτουν τα οικονομικά μέσα να
παραγγείλουν δημοσκοπήσεις και να καταστούν πληροφοριακά “προνομιούχοι”, ως
αποκλειστικοί κάτοχοι μιας παρόμοιας πληροφόρησης. Είναι, εξάλλου, γνωστό, ότι
κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου των τελευταίων βουλευτικών εκλογών
του 1996 (όπου δεν ίσχυε η απαγόρευση διενέργειας), όπως και παλαιότερα, είχαν
πραγματοποιηθεί “απόρρητες” δημοσκοπήσεις, για λογαριασμό κομμάτων, μεγάλων
τηλεοπτικών σταθμών, αλλά και ξένων πρεσβειών.
Δεύτερον,
για το γεγονός ότι η έλλειψη
πληροφόρησης επιτρέπει και νομιμοποιεί την παραπληροφόρηση, με προφανείς
πολιτικές (ή και οικονομικές) συνέπειες. Στο διάστημα των 15 ημερών
οποιαδήποτε ψευδής φήμη σχετικά με το εκλογικό αποτέλεσμα δεν θα είναι δυνατόν
να διαψευσθεί και να αποδυναμωθεί με βάση επιστημονικά δεδομένα. Από αυτήν την
άποψη, το παράδειγμα του Βελγίου είναι χαρακτηριστικό[45]
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής
περιόδου, οι ψηφοφόροι εκτείθενται σε έναν σημαντικό όγκο πολιτικών πληροφοριών
και μηνυμάτων, το μεγαλύτερο ποσοστό του οποίου έχει κομματική προέλευση. Αυτό
συμβαίνει με την πολιτική διαφήμιση που χρησιμοποιούν κατά κόρον τα κόμματα
στην προεκλογική τους εκστρατεία, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου και
τα ΜΜΕ εκδηλώνουν κομματικές “προτιμήσεις”. Σε αντίθεση με τα παραπάνω, οι
δημοσκοπήσεις αντιπροσωπεύουν, κατά κανόνα,μια ανεξάρτητη πηγή και από τις
ελάχιστες περιοχές μη-κομματικής πληροφόρησης.
Τρίτον, χωρίς προφανώς να είναι στις
προθέσεις του νομοθέτη, η ρύθμιση επεμβαίνει στο εσωτερικό των κομμάτων,
ενισχύοντας περαιτέρω την τάση γραφειοκρατικοποίησή τους. Και τούτο διότι
δημιουργεί διάκριση ανάμεσα στην ηγεσία (που θα γνωρίζει) και τα μέλη του
κόμματος που δεν θα έχουν πρόσβαση. Τα πρακτικά ερωτήματα που προκύπτουν είναι
προφανώς αδύνατον να απαντηθούν. Κατ’αρχήν η ίδια η αναφορά του νομοθέτη στα
“κόμματα” δημιουργεί πολλαπλά ερωτηματικά ως προς τον ορισμό του “κόμματος”;
Ποιοί θα παραλαμβάνουν τα αποτελέσματα; Τα μέλη των καθοδηγητικών οργάνων, τα
μεσαία στελέχη, ή τα απλά μέλη θα έχουν πρόσβαση στα αποτελέσματα των
δημοσκοπήσεων που παραγγέλουν οι ηγεσίες; Με ποιά λογική θα αποκλείονται; Με
δεδομένο το υφιστάμενο πλαίσιο σχέσεων ανάμεσα στα κόμματα, τα ΜΜΕ και τους
οικονομικούς παράγοντες, πως διασφαλίζεται ότι οι ηγεσίες των κομμάτων και τα
στελέχη δεν θα κοινοποιούν επιλεκτικά τα αποτελέσματα σε γνωστούς τους δημοσιογράφους,
ή επιχειρηματίες; Αν τα μέλη έχουν δικαίωμα, και προφανώς έχουν, διότι
διαφορετικά καταστρατηγείται η ισότητα των μελών που προβλέπεται σε όλα τα
καταστατικά των κομμάτων, τότε ποιά είναι η πρακτική χρησιμότητα της ρύθμισης,
αν λάβει κανείς υπόψιν του ότι τα μέλη των ελληνικών πολιτικών κομμάτων
υπολογίζονται αθροιστικά περίπου σε 900.000; Στην περίπτωση αυτή η ανισότητα
των πολιτών θα αφορά τη διάκριση μελών/
μη-μελών κομμάτων.
Τέταρτον, αυξάνει την εξάρτηση των οργανισμών
δημοσκοπήσεων από τα κόμματα (“κομματικοποίηση”) αφού τους εξαναγκάζει στο
βαθμό που επιθυμούν να πραγματοποιήσουν προεκλογικές έρευνες, να αναζητήσουν
στα κόμματα την ‘αδεια’ πραγματοποίησης δημοσκοπήσεων.
Και, πέμπτον, διότι συνιστά προσβολή της προσωπικότητας του πολίτη,
ο οποίος θεωρείται ανίκανος να κρίνει και να λάβει αποφάσεις[46].
Είναι γεγονός, ότι οι εκλογικές
δημοσκοπήσεις θέτουν σε δοκιμασία την έως σήμερα αποδεκτή έννοια της ελευθερίας της ψήφου, που
προβλέπει το άρθρο 52 του Συντάγματος και αναδεικνύουν το αίτημα του
επαναπροσδιορισμού της. Αρκετοί υποστηρίζουν ότι η ενημέρωση του ψηφοφόρου
περιλαμβάνει και τη γνώση του δεδομένου συσχετισμού πολιτικών δυνάμεων[47].
Αν οι δημοσκοπήσεις απουσιάσουν, τότε θα αντικατασταθούν από διαισθητικές,
μη-ορθολογικές κρίσεις, γενικές εντυπώσεις που θα προξενήσει η προεκλογική
εκστρατεία και οι θετικές, ή αρνητικές “τεχνικές της πολιτικής επικοινωνίας”.
Κρινόμενες από αυτήν την πλευρά, οι εκλογικές δημοσκοπήσεις, είναι όχι μόνον
θεμιτές, αλλά και σκόπιμες: απομυθοποιούν ένα θεολογικό πολιτικό λόγο,
υπονομεύουν αναπόδεικτα, ή σκοπίμως διοχετευθέντα επιχειρήματα και
πληροφορίες. Ως τέτοιες, συνεισφέρουν
στην ελεύθερη πληροφόρηση των πολιτών. Επομένως, το ερώτημα το οποίο καλείται
σήμερα να επεξεργασθεί η Συνταγματική Θεωρία (και όχι η Πολιτική Επιστήμη)
εντοπίζεται, στο κατά πόσον η επιστημονική πληροφόρηση, για τις προτιμήσεις του
εκλογικού σώματος και η ορθολογική κρίση των ψηφοφόρων για την ψήφο τους, με
βάση τα δεδομένα των επιστημονικά άρτιων δημοσκοπήσεων, συνάδει, ή όχι με την
ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής βούλησης, που κατοχυρώνει το άρθρο
52.
Η ανάπτυξη των δημοσκοπήσεων, η αύξηση
της χρήσης τους από τα ΜΜΕ και η διαπλοκή τους με αυτά, έχει ορατές επιπτώσεις
στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Είναι σαφές, ότι το θέμα Δημοκρατίας, που τίθεται, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αφεθεί
στη “δημοκρατική ευαισθησία” των φορέων της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Οι “παρενέργειες” που έχουν ήδη εμφανισθεί από την ανεξέλεγκτη επέκταση του
φαινομένου, καθιστούν εντελώς αναγκαία την κρατική παρέμβαση στο συγκεκριμένο
ζήτημα. Το περιεχόμενο και η
κατεύθυνση, εντούτοις, μιας θεσμικής ρύθμισης δεν είναι ούτε δεδομένο, ούτε
αυτονόητο[48].
Επιπλέον, ούτε η απαγόρευση επιλύει το πρόβλημα, ιδίως με τον τρόπο που
επιχειρείται να υλοποιηθεί στην Ελλάδα.
Για την αρμονική ένταξη των
δημοσκοπήσεων στο πολιτικό σύστημα απαιτείται πριν απ’όλα η απομυθοποίησή τους. Και,
ταυτοχρόνως, η διαμόρφωση ενός τριπλού
συστήματος εγγυήσεων, με διττό στόχο: αφενός, την αποδυνάμωση της
χειραγωγικής χρήσης τους και, αφετέρου, την εγγύηση του δικαιώματος των πολιτών
στην ολοκληρωμένη πληροφόρηση, η οποία -υπό ορισμένες προϋποθέσεις- παρέχεται
μέσω των δημοσκοπήσεων. Η ευθύνη επιμερίζεται σε τρεις βασικούς παράγοντες, που εμπλέκονται άμεσα στην
παραγωγή και διάδοση των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων: τις εταιρείες δημοσκοπήσεων, τα Μέσα Μαζικής
Επικοινωνίας, , και τέλος τους πολιτικούς και τα κόμματα. Η θέση, η ευθύνη και
ο ρόλος των οποίων επιβάλλεται να αποσαφηνισθεί και θεσμικά.
Όπως ήδη επισημάνθηκε, στο δημόσιο
διάλογο αναφορικά με τις δημοσκοπήσεις, η κριτική έχει εστιασθεί σχεδόν
αποκλειστικά στις προεκλογικές και εκλογικές έρευνες, περιορίζοντας και το
αντικείμενό της, αλλά και το βάθος της. Σύμφωνα με όσα εκτίθενται στα
προηγούμενα, οι πολιτικές
δημοσκοπήσεις δεν πρέπει να συγχέονται με τις εκλογικές, ούτε με τις έρευνες
πολιτικής κουλτούρας και συμπεριφοράς που πραγματοποιούν πανεπιστημιακά
και επιστημονικά ιδρύματα. Αποτελούν την πλειοψηφία των ερευνών Κοινής Γνώμης,
με πολύ ευρύτερο αντικείμενο από το αντίστοιχο των εκλογικών και αυτές είναι,
που θα πρέπει να αποτελέσουν, κυρίως, αντικείμενο συζήτησης. Συνήθως, η κριτική
που ασκείται στις πολιτικές και, εν γένει, στις δημοσκοπήσεις εστιάζεται σε
τεχνικού τύπου ζητήματα, με δευτερεύουσα σημασία, όπως: α) το μέγεθος του
δείγματος, ή β) η μεροληψία των ερωτήσεων που τίθενται στις έρευνες. Η κριτική
αυτή δεν είναι ουσιαστική. Ως προς παρόμοιες ενστάσεις, οι τεχνικές
δειγματοληψίας και οι τεχνικές διατύπωσης αμερόληπτων ερωτήσεων, που
χρησιμοποιούνται σήμερα από τους οργανισμούς ερευνών, καθώς και η συσσωρευμένη
διεθνής εμπειρία δεκαετιών, έχουν καλύψει σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα. Τα ουσιαστικά
προβλήματα με τις πολιτικές δημοσκοπήσεις πρέπει να αναζητηθούν στα ακόλουθα:
Πρώτον, στα τρία θεμελιώδη αξιώματα στα οποία βασίζεται άρρητα η έρευνα Κοινής
Γνώμης και τα οποία έχει διακρίνει εδώ και μια εικοσιπενταετία, ο
γάλλος κοινωνιολόγος Pièrre Bourdieu. Σύμφωνα με αυτά,
που βεβαίως δεν είναι καθόλου αυτονόητα: 1)
Όλος ο κόσμος μπορεί να έχει μια γνώμη, 2) Όλες οι γνώμες είναι ισοδύναμες, 3) Το γεγονός ότι τίθεται η ίδια
ερώτηση σε όλους, προϋποθέτει ότι υπάρχει συναίνεση για τα προβλήματα, με άλλα
λόγια υπάρχει συμφωνία για τις ερωτήσεις που αξίζει να τίθενται[49].
Δεύτερον, στο γεγονός, ότι οι πολιτικές
δημοσκοπήσεις εμφανίζονται, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι ουδέτερες. Ανεξάρτητα από την επιστημονική, ή μη
αρτιότητά τους, συνιστούν από τη φύση τους εργαλεία πολιτικής δράσης. Είναι
εμφανής η διαπλοκή της χρήσης, ή της κατάχρησης που τους γίνεται, με πολιτικά
συμφέροντα. Η ίδια η προιστορία του φαινομένου στην Ελλάδα επιβεβαιώνει τον
χαρακτήρα των δημοσκοπήσεων ως εργαλείων πολιτικής δράσης[50].
Τρίτον, στη νομιμοποιητική
λειτουργία που επιτελούν. Όπως σημειώνει εύστοχα και πάλι ο Bourdieu, “κατά το γνωστό: “Ο Θεός είναι μαζί μας”, οι πολιτικοί
και τα κόμματα εισάγουν το: “η Κοινή Γνώμη είναι μαζί μας”, ως πιστοποιητικό
εξασφάλισης της κοινωνικής συναίνεσης[51].Τέταρτον, στην επιβολή της προβληματικής
τους, που αποτελεί και τη σημαντικότερη πτυχή του ζητήματος, διότι εκεί
αποκαλύπτεται η ιδεολογική λειτουργία των δημοσκοπήσεων. Η επιβολή μιας
προβληματικής επιτυγχάνεται: α) με τον καθορισμό του τι είναι πρόβλημα και για ποιόν, β) με τον ορισμό του τι είναι “πολιτικό” και πως
εκλαμβάνεται το πολιτικό από τις διάφορες κοινωνικές κατηγορίες, γ) με τον
καθορισμό της θεματολογίας των ερευνών που επιβάλλεται αποκλειστικά από τα ΜΜΕ,
ή την επικαιρότητα και όχι άλλες κοινωνικές, ή επιστημονικές προτεραιότητες. (Το περίφημο agenda setting)[52].
Και πέμπτον,
στην απλούστευση των κοινωνικών προβλημάτων που κατασκευάζουν, με βάση τη
διχοτομική λογική (συμφωνώ/διαφωνώ, εγκρίνω/δεν εγκρίνω), ή τη δημοψηφισματική
λογική, της Δημοκρατίας του Ναι και του Όχι[53].
Η υπόθεση πάνω στην οποία έχει στηριχθεί επί μακρόν το συγκεκριμένο μοντέλο,
και το οποίο εκλαμβάνει τις δημοσκοπήσεις ως “άτυπα δημοψηφίσματα”, θα πρέπει
να επανεξετασθεί. Η λειτουργία της Δημοκρατίας δεν βοηθάται κάθε φορά που,
απλώς, εντοπίζεται που μπορεί να υπάρχει πλειοψηφία και για ποιό λόγο.
Αντιθέτως, απαιτεί από τους πολίτες πολύ περισσότερα από την ψήφο τους:
ανταλλαγή απόψεων, διαρκή διάλογο, σύνθεση και συμβιβασμό των αντιθέσεων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
BBC,
Guidelines
on Reporting Opinion Polls, 1993.
Bourdieu
Pierre, “L’opinion publique n’existe pas”, Les
Temps Modernes, τεύχος 318 (1973), σ.1292-1309. Ελληνική μετάφραση: Ν.Παναγιωτόπουλος, Β.Σ.Ταμπουράκης, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τεύχος
77/1990, σ. 3-14.
Campagne
Patrick, Faire l’opinion, le nouveau jeu
politique, Minuit, Παρίσι 1990.
Campbell An.,
Converse Ph., Miller W., Stokes D., The
American Voter, Nέα Υόρκη 1960.
Champagne
Patrick, “Πως οι δημοσκοπήσεις μας λένε ψέμματα”, Monde Diplomatique, ελληνική έκδοση του Maniere de
voir, τεύχος 8 (1996), σ. 95-97.
Corbett
Michael, American Public Opinion. Trends,
Processes and Patterns, Longman, Nέα Υόρκη 1991.
Deth Jan W. van
& Scarbrough Elinor, The Impact of
Values, Oxford University Press, Οξφόρδη 1995.
Δημητράς
Παναγιώτης, Πολιτικός περίγυρος, κόμματα
και εκλογές στην Ελλάδα, δεύτερος τόμος, Λύχνος, Αθήνα 1991.
Δρυμιώτης Ανδρέας
& Νικολακόπουλος Ηλίας, “Μέθοδοι για την πρόβλεψη των εκλογικών
αποτελεσμάτων. Η εμπειρία από τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 1989”, Κοινοβουλευτική Επιθεώρηση, τεύχος 3
(11-12/1989 - 1/1990), σ. 16-29.
ESOMAR/ICC, International Code of Marketing and Social
Research Practice, 1995.
ESOMAR, Guide to Opinion Polls, 1996.
ESOMAR/ WAPOR,
“The State of the Art of Public Opinion Polling Worlwide, preliminary report”,
ESOMAR/ WAPOR, Μάιος 1992.
Φεραγιόλι Λουίτζι, Αυταρχική Δημοκρατία και κριτική της
Πολιτικής, Στοχαστής, Αθήνα 1985.
Foundation for
Information, The Freedom to Publish
Opinion Polls, Report on a Worldwide Study, ESOMAR/WAPOR 1997.
Herbert F.
Weisberg, John A. Krosnick, Bruce D.Bowen, An
introduction to Survey Research, Polling, and Data Analysis, 3η έκδοση, Sage
Publications, Λονδίνο 1996.
Jessen R J.,
Blythe R.H., Kempthorne O., Deming W.E., “On a Population Sample for Greece”, Journal of the American Statistical
Association, τόμος 42, τεύχος 239 (1947), σ.357-384.
Jessen R.J.,
Kempthome O., Daly J.F., Deming W.E., “Observations on the 1946 elections in
Greece”, American Sociological Review,
τόμος 14ος, τεύχος 1 (1949), σ. 11-16.
Κατζουράκης
Γιώργος, Η σφυγμομέτρηση, μύθος της
κοινής γνώμης και ιδεολογική επιβολή, Καστανιώτης, Αθήνα 1985.
Κlingemann
Hans-Dieter & Fuchs Dieter (επιμ.), Citizens and
the State, Oxford University Press, Οξφόρδη 1995.
Lavrakas
Paul,& Holley Jack (επιμ.), Polling and Presidential Election Coverage, Sage-Focus, Λονδίνο 1991.
Lazarsfeld P.,
Berelson R., Gaudet H., The People’s
Choice. How the voter makes up his mind in a Presidential Campaign, New
York 1944.
Levy Mark, “The
methodology and Performance of Election Day Polls, Public Opinion Quarterly, 47 (1983), σ. 54-67.
Μαυρής Γιάννης,
“ΜΜΕ και πολιτική: προς αναζήτηση νέας ισορροπίας”, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 30.1.1994.
Μαυρής Γιάννης,
εισήγηση, στο: ΙΝΕΡΠΟΣΤ (επιμ.), Τα
κόμματα μπροστά στη νέα εποχή, Γνώση, Αθήνα 1996, σ. 38-49.
Meyer Philip,
“Do the Polls Help or Hinder?”, Dialogue
3 (1992), σ. 44-46.
Meyer Philip,
“It is Time to Re-Evaluate the Referendum Model”, WAPOR Newsletter 2 (1994).
Meyer Philip,
“The Question: Has There Been Any Progress in Public Opinion Research?”, WAPOR Newsletter 4 (1994).
Mitofsky
Warren, “A Short History of Exit Polls”, στο Paul Lavrakas & Jack Holley (επιμ.), Polling and
Presidential Election Coverage, Sage-Focus, Λονδίνο 1991, σ. 83-99.
Moon Nick, Opinion polls.History, theory and practice,
Manchester University Press, Manchester και Νέα Υόρκη 1999.
Νικολακόπουλος
Ηλίας, Κόμματα και βουλευτικές εκλογές
στην Ελλάδα 1946-1964, ΕΚΚΕ, Αθήνα 1985
Νικολακόπουλος
Ηλίας, “Οι πολιτικές δημοσκοπήσεις στην Ελλάδα: κριτήρια αξιολόγησης και
απαιτούμενες θεσμικές ρυθμίσεις”, Κοινοβουλευτική
Επιθεώρηση, τεύχος 21-22 (1995), σ. 28-34.
Noelle-Neumann
Elisabeth, The Spiral of Silence, 2η έκδοση, University of
Chicago Press, Σικάγο 1993.
Norman M.
Bradburn & Seymour Sudman, Polls and
Surveys, Jossey - Bass Publishers, Σαν Φρανσίσκο - Λονδίνο 1988.
Norrander B.
& Wilcox C. (επιμ.), Understanding Public Opinion, Congressional Quarterly Press, Washington
D.C. 1997.
Norris Pippa (επιμ.), Critical Citizens. Global Support for
Democratic Government, Oxford University Press, Οξφόρδη-Νέα Υόρκη 1999.
Price Vincent,
Public
Opinion, Sage Publications, Λονδίνο 1992.
ΣΕΔΕΑ, Κώδικας για Δημοσκοπήσεις, Αθήνα 1996.
Schmitt-Beck R., “Mass Media, The electorate, and the
Bandwagon. A study of communication effects on vote choice in Germany”, International Journal of Public Opinion
Research, Vol.8, 3 (1996), σ. 266-291.
Το Σύνταγμα, Τα εικοσάχρονα του Συντάγματος 1975,
επιστημονικά συνέδρια 1, εκδ.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτινή 1998
Worcester Robert, Βritish Public Opinion: A Guide to the History and
Methodology of Political Opinion Polling, Blackwell, Λονδίνο 1991.
Worcester Robert, “Political
Opinion Polling in Modern Democratic Society”, paper prepared for Hearing on
Public Opinion Polling (EC & ESOMAR),
6th May 1992.
Δημοσιεύθηκε στον
τόμο: VPRC, Η Κοινή Γνώμη στην Ελλάδα, Έρευνες – Δημοσκοπήσεις, 1999-2000, εκδ.
«Νέα Σύνορα» – Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1999, σελ. 125 - 153
[1] Η αρχική μορφή παρόντος κειμένου
χρονολογείται από το 1996 και δημοσιεύθηκε στο συλλογικό τόμο που εξέδωσε το
περιοδικό Το Σύνταγμα υπό τον
τίτλο: “Τα εικοσάχρονα του Συντάγματος
1975”, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτινή 1998, σ. 239-265. Στο χρονικό διάστημα που
μεσολάβησε, παρουσιάσθηκαν σημαντικές εξελίξεις που αφορούν το αντικείμενο.
Κυρίως, όμως, η θεσμική ρύθμιση που τελικώς επιβλήθηκε, έκαναν απαραίτητη την
διεύρυνση της ανάλυσης. Στην παρούσα
έκδοση έχουν προστεθεί και αποσαφηνισθεί αρκετά σημεία, ενώ έχει εμπλουτισθεί
και η βιβλιογραφία.
[2] Οι πολιτικές και οι εκλογικές δημοσκοπήσεις, που συνιστούν και το αντικείμενο της παρούσας εισήγησης δεν αποτελούν τις μοναδικές έρευνες Κοινής Γνώμης. Για μια αναλυτική περιγραφή των επιμέρους κατηγοριών των ερευνών Κοινής Γνώμης, βλ. Herbert F. Weisberg, John A. Krosnick, Bruce D.Bowen, An introduction to Survey Research, Polling, and Data Analysis, 3η έκδοση, Sage Publications, Λονδίνο 1996, σ. 3-13 // Για μια ιστορική επισκόπηση της ανάπτυξης των δημοσκοπήσεων, βλ. Norman M. Bradburn & Seymour Sudman, Polls and Surveys, Jossey - Bass Publishers, Σαν Φρανσίσκο - Λονδίνο 1988, κεφ.2: “Growth of Public Opinion Polling”, σ. 12 κ.ε.// Nick Moon, Opinion Polls. History, theory and practice, Manchester University Press, Manchester και Νέα Υόρκη 1999, σ. 6-23 και 94-107// Vincent Price: Public Opinion, Sage Publications, London 1992// Επίσης, Γιώργος Κατζουράκης, Η σφυγμομέτρηση, μύθος της κοινής γνώμης και ιδεολογική επιβολή, Καστανιώτης, Αθήνα 1985, κεφ.1: “Ιστορία, ανάπτυξη και διάδοση των σφυγμομετρήσεων κοινής γνώμης”, σ. 21-45.
[3] Γ.Κατζουράκης, όπ.π., σ. 47// Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι δεν υφίσταται ένας γενικά αποδεκτός ορισμός της έννοιας “Κοινή Γνώμη”. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ο αμερικανός καθηγητής του Princeton, Ηarwood Childs, κατέγραψε περί τους πενήντα διαφορετικούς ορισμούς. Βλέπε σχετικά, Elisabeth Noelle-Neumann, The Spiral of Silence, 2η έκδοση, University of Chicago Press, Σικάγο 1993, σ. 58// Επίσης, Vincent Price, όπ.π.
[4] Η έννοια της Κοινής Γνώμης είναι σε
μεγάλο βαθμό προιόν του Διαφωτισμού, στενά συνδεδεμένη με την πολιτική
φιλοσοφία του τέλους του 17ου και 18ου αιώνα (Locke, Rousseau), καθώς και με τη δημοκρατική θεωρία του
19ου (Bentham). Βλ. Vincent Price, όπ.π., σ. 4 κ.ε.//Επίσης,
Γ.Κατζουράκης, όπ.π., σ. 28-29.
[5] Γ.Κατζουράκης, όπ.π., σελ. 21.
[6] Κυρίως με τις πρωτοποριακές έρευνες του P.Lazarsfeld και των
συνεργατών του. Βλ.
P.Lazarsfeld, R.Berelson, H.Gaudet, The
People’s Choice. How the voter makes up his mind in a Presidential Campaign,
New York 1944 και αργότερα τις έρευνες της Ομάδας του πανεπιστημίου του Michigan υπό τους Campbell και Converce. Βλ. σχετικά An.Campbell, Ph.Converse, W. Miller, D.Stokes, The American Voter, New York 1960.// Βλ. επίσης, Ηλίας Νικολακόπουλος, Κόμματα και βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα
1946-1964, ΕΚΚΕ, Αθήνα 1985, “εισαγωγή”, σ. 27 κ.ε.
[7] Γ. Κατζουράκης, όπ.π., σ. 115.
[8] Στο ίδιο.
[9] Βλ. Norman M. Bradburn & Seymour Sudman, όπ.π., σ. 16 κ.ε.
[10] Foundation for Information, The Freedom to Publish Opinion Polls. Report on a Worldwide Study, ESOMAR/WAPOR 1997, σ. 17.
[11] THE WALL STREET JOURNAL/ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 5-11-1996.
[12] Σχετικά, Opiniometre, no 62 (1996)// Για την επέκταση των δημοσκοπήσεων στη Δυτική και Ανατολική Ευρώπη, βλέπε την έκθεση: “The State of the Art of Public Opinion Polling Worlwide, preliminary report”, ESOMAR/WAPOR, Μάιος 1992.
[13] Βλ. Λουίτζι Φεραγιόλι, Αυταρχική Δημοκρατία και κριτική της
Πολιτικής, Στοχαστής, Αθήνα 1985.
[14] Για τη διεύρυνση του ρόλου τους στην
Ελλάδα, βλέπε Γιάννη Μαυρή, “ΜΜΕ και πολιτική: προς αναζήτηση νέας ισορροπίας”,
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 30.1.1994// Επίσης, του
ιδίου, εισήγηση, στο: ΙΝΕΡΠΟΣΤ (επιμ.), Τα
κόμματα μπροστά στη νέα εποχή, Γνώση, Αθήνα 1996, σ. 38 κ.ε.
[15] Οι δημοσκοπήσεις
έξω από τα εκλογικά τμήματα (exit polls, sortie des urnes) είναι δειγματοληπτικές έρευνες που πραγματοποιούνται την ημέρα των εκλογών
έξω από τα εκλογικά τμήματα, κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας και
χρησιμοποιούνται για την πρόβλεψη του εκλογικού αποτελέσματος. Το πρώτο
πειραματικό exit poll πραγματοποιήθηκε υπό τη διεύθυνση του Warren Mitofsky, από το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο CBS στις εκλογές του Κεντάκι, το Νοέμβριο του 1967
και στις δημοτικές της Νέας Υόρκης το 1969. Ακολούθησε η χρήση της νέας μεθόδου
και από άλλα δίκτυα (NBC 1973, ABC 1980, κ.α.), πλην όμως, μόνον για
την ανάλυση του εκλογικού αποτελέσματος Από το 1982 τα exit polls θα
χρησιμοποιηθούν και ως μέθοδος πρόβλεψης
του εκλογικού αποτελέσματος. Βλέπε σχετικά, Warren J. Mitofsky, “A Short History of Exit Polls”, στο Paul Lavrakas & Jack Holley (επιμ.), Polling and Presidential Election Coverage, Sage-Focus, Λονδίνο,
σ.83-99// Mark Levy, “The methodology and Performance of Election Day Polls, Public Opinion Quarterly, 47
(1983), σ. 54-67// Επίσης, Ανδρέας Δρυμιώτης & Ηλίας Νικολακόπουλος, “Μέθοδοι για την
πρόβλεψη των εκλογικών αποτελεσμάτων”, Κοινοβουλευτική
Επιθεώρηση, τεύχος 3 (1989), σ. 16-29.
[16] Για τα συμπτώματα της σημερινής κρίση
εκπροσώπησης, βλ. Γ.Μαυρής, εισήγηση στο Συνέδριο του ΙΝΕΡΠΟΣΤ, όπ.π.
[17] Foundation for Information, όπ.π., σ. 5.
[18] Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία που
διατίθενται για τη Γαλλία, το 1995 πραγματοποιήθηκαν συνολικά 1.139
δημοσκοπήσεις, δηλαδή περισσότερες από 95
έρευνες Κοινής Γνώμης το μήνα. Από αυτές, 698, δηλαδή το 61,3%, πραγματοποιήθηκαν για λογαριασμό
των Ραδιοτηλεοπτικών μέσων και του Τύπου.
Πίνακας: Δημοσιευμένες δημοσκοπήσεις Κοινής Γνώμης στη Γαλλία, 1992-95
|
1995 |
1994 |
1993 |
1992 |
Δημοσκοπήσεις |
1139 |
1053 |
1021 |
979 |
Εξ αυτών για ΜΜΕ |
698 |
647 |
523 |
492 |
Ποσοστό % |
61,3% |
61,4% |
51,2% |
50,3% |
Την ημέρα |
3 |
2,9 |
2,8 |
2,7 |
Το μήνα |
95 |
88 |
85 |
82 |
Πηγή: Opiniométre, Νο
38,54, 46, 62.
[19] Βλ. Ηλίας Νικολακόπουλος, “Οι πολιτικές
δημοσκοπήσεις στην Ελλάδα: κριτήρια αξιολόγησης και απαιτούμενες θεσμικές
ρυθμίσεις”, Κοινοβουλευτική Επιθεώρηση,
τεύχος 21-22 (1995), σ. 28-34// Επίσης, Γ.Κατζουράκης, όπ.π., σ. 115// Για τις
πρώτες δημοσκοπήσεις της συμμαχικής αποστολής, βλέπε αναλυτικά: Raymond J. Jessen, Richard H. Blythe, Oscar Kempthorne, W.Edwards Deming, “On a Population Sample for Greece”, Journal of the American Statistical Association, τόμος
42, τεύχος 239 (1947), σ. 357-384// Ακόμη, Raymond J. Jessen, Oscar Kempthorne, Joseph F. Daly & W. Edwards Deming, “Observations on the 1946 Elections in Greece”, American Sociological Review, τόμος 14,
τεύχος 1 (1949), σ. 11-16.
[20]Η.Νικολακόπουλος, όπ.π., σ. 29// Επίσης, του ιδίου, Κόμματα και βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα 1946-1964, όπ.π., σ. 120-146.
[21] Βλέπε αναλυτικά για το θέμα,
Η.Νικολακόπουλος, “Οι πολιτικές δημοσκοπήσεις στην Ελλάδα: κριτήρια αξιολόγησης
και απαιτούμενες θεσμικές ρυθμίσεις”, όπ.π., σ. 29.
[22]
Ορισμένα τμήματα της μοναδικής γνωστής δημοσκόπησης εκείνης της εποχής,
θα δημοσιευθούν μετά τις εκλογές του 1977 από το περιοδικό Αντί. Βλ. σχετικά
τεύχος 87 (1977) σ. 6-11.
[23] Για τις δημοσκοπήσεις της πρώτης
μεταπολιτευτικής περιόδου (1974-1990), βλέπε αναλυτικά, Η.Νικολακόπουλος, όπ.π. // Γ.Κατζουράκης, όπ.π.// Π.Δημητράς, Πολιτικός περίγυρος, κόμματα και εκλογές στην Ελλάδα, δεύτερος
τόμος, Λύχνος, Αθήνα 1991// Επίσης, τα
περιοδικά ΕΠΙΚΕΝΤΡΑ, Επιθεώρηση Πολιτικής και Greek Opinion// Για τις έρευνες πολιτικής κουλτούρας του ΕΚΚΕ, βλέπε Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, ειδικά τεύχη 69Α (1988) και 75Α
(1990). Για τις έρευνες του Ευρωβαρόμετρου,
αναφορικά με τις στάσεις της ελληνικής Κοινής Γνώμης απέναντι στην ΕΟΚ και την
ΕΕ, βλέπε τα τεύχη της περιοδικής έκδοσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ΕΥΡΩΒΑΡΟΜΕΤΡΟ, Η Κοινή Γνώμη στην
Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκδ. της 10ης Γενικής Διεύθυνσης, 1981 κ.ε.
[24] Εξ αιτίας του εντονότατου ανταγωνισμού,
ορισμένα τηλεοπτικά δίκτυα ανακοίνωσαν εκτιμήσεις του εκλογικού αποτελέσματος,
βάσει των exit polls, λίγο πριν τη λήξη της ψηφοφορίας. (Το φαινόμενο επαναλήφθηκε και στις
Δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου 1998). Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε από την
απαράδεκτη δημοσιοποίηση προβλέψεων πριν από τη λήξη της ψηφοφορίας δεν αφορά
βεβαίως την ίδια τη νέα μέθοδο, που κατά γενική ομολογία εφαρμόσθηκε επιτυχώς,
αλλά την κακή χρήση της από τα ΜΜΕ. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να διαφύγει της
προσοχής, ότι οι πολιτικές συνέπειες από αυτήν την παραβίαση (η επιρροή του
εκλογικού σώματος) υπήρξαν μάλλον περιορισμένες: σύμφωνα με τα δεδομένα του exit poll της ΕΡΤ, στις
βουλευτικές εκλογές του 1996, μεταξύ 18:00 και 19:00 ψήφισε μόλις το 2,3% του
εκλογικού σώματος , ενώ μετά τις 19:00, όπου σημειώθηκε και η παραβίαση, μόνον
το 0,2%// Πρβλ. και την εισήγηση του συμβούλου Επικρατείας, κ.Φ.Στεργιόπουλου,
προς το Εκλογοδικείο, που προτείνει να απορριφθεί η ένσταση του βουλευτή ΝΔ
κ.Μ.Κεφαλογιάννη, ο οποίος ζητούσε ακύρωση των εκλογών, υποστηρίζοντας ότι από
τη γνωστοποίηση των προβλέψεων επηρεάσθηκαν ψηφοφόροι που δεν είχαν ψηφίσει.
(ΤΑ ΝΕΑ, 24.3.1997).
[25] Οι εταιρείες μέλη του Συλλόγου
Εταιρειών Δημοσκοπήσεων και Ερευνών Αγοράς (ΣΕΔΕΑ) εφαρμόζουν τους Διεθνείς
Κώδικες Δεοντολογίας για τη διεξαγωγή, τη δημοσίευση και την ερμηνεία των
ερευνών της ESOMAR/ICC (European Society of Market Research/ International Chamber of Commerce), καθώς και τους κώδικες Δεοντολογίας και
Επαγγελματικής Πρακτικής του Συλλόγου. Βλέπε σχετικά: ESOMAR, Guide to Opinion Polls 1996 και ΣΕΔΕΑ, Οδηγός Δημοσκοπήσεων
1996. Επιπλέον, από τον
Σεπτέμβριο του 1997 έχει τεθεί σε εφαρμογή, ο κανονισμός Ποιοτικού Ελέγχου
Συλλογής Στοιχείων (ΠΕΣΣ), την τήρηση του οποίου, από τα μέλη του ΣΕΔΕΑ,
παρακολουθούν ανεξάρτητοι ελεγκτές.
[26] ** Στοιχεία από απάντηση στην Εποχή + Report ESOMAR// Επίσης, Γ.Κατζουράκης, όπ.π., σ. 88.
[27] Α.Δρυμιώτης & Η.Νικολακόπουλος, όπ.π.
[28] Η χρήση ψηφοδελτίου και ομοιώματος
κάλπης, που αποτελεί τον κανόνα στην Ελλάδα, δεν συναντάται συχνά στη διεθνή
πρακτική των εκλογικών ερευνών. Έχει λειτουργήσει, εντούτοις, θετικά,
εξασφαλίζοντας υψηλότερα ποσοστά απαντήσεων (response rate) των ερωτωμένων,
σχετικά με τις κομματικές τους προτιμήσεις.
[29] Γ.Κατζουράκης, όπ.π., σ. 89.
[30] Οι ελληνικές προεκλογικές και εκλογικές
δημοσκοπήσεις τόσων των βουλευτικών εκλογών της 22ας Σεπτεμβρίου 1996, όσο και
των Δημοτικών/Νομαρχιακών του Οκτωβρίου 1998 αποτύπωσαν με μεγάλη ακρίβεια το
εκλογικό αποτέλεσμα. Θα πρέπει δε να σημειωθεί, γενικότερα, ότι παρά την
περιορισμένη επιστημονική και επαγγελματική παράδοση στην οποία βασίζονται, οι
ελληνικές δημοσκοπήσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν υποδεέστερες των αντιστοίχων
ευρωπαϊκών, ή αμερικανικών, ως προς το βαθμό αξιοπιστίας τους. Η ερμηνεία θα
πρέπει να αναζητηθεί στις ιδομορφίες του κομματικού συστήματος, αλλά και στα
χαρακτηριστικά της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας.
[31] Η έννοια του (αποδεκτού) δειγματοληπτικού
“λάθους” (σφάλματος) διαφέρει από το “λάθος” που οφείλεται σε (μη-αποδεκτή)
“μεροληψία” (bias).
Οι εκλογές του 1992 στη Μ. Βρετανία και του 1996 στην Ισπανία και το
Ισραήλ, αποτελούν, ενδεικτικά, σχετικά πρόσφατα παραδείγματα, για την αποτυχία
των δημοσκοπήσεων να προβλέψουν με ακρίβεια το εκλογικό αποτέλεσμα // Για την
έννοια του “λάθους”, βλ. Norman
M. Bradburn & Seymour Sudman, Polls
and Surveys, σ.
179-193// Επίσης, Α.Δρυμιώτης & Η.Νικολακόπουλος, όπ.π.// Για την αποτυχία των βρεττανικών
δημοσκοπήσεων του 1992, βλ. N. Moon, όπ.π., κεφ.6: “What went wrong in 1992?”, σ. 108-133 και Robert Worcester,
“Political Opinion Polling in Modern Democratic Society”, paper prepared for
Hearing on Public Opinion Polling (EC & ESOMAR), 6th May 1992.
[32] Γ.Κατζουράκης, όπ.π., σ.124.
[33] Για τις επιδράσεις των προεκλογικών ερευνών και των δημοσκοπήσεων έξω από τα εκλογικά τμήματα στις αποφάσεις των ψηφοφόρων και στο εκλογικό αποτέλεσμα (“Bandwagon/ underdog effects”), βλέπε αναλυτικά Paul Lavrakas,& Jack Holley (επιμ.), Polling and Presidential Election Coverage, Sage-Focus, Λονδίνο 1991// R. Schmitt-Beck, “Mass Media, The electorate, and the Bandwagon. A study of communication effects on vote choice in Germany”, International Journal of Public Opinion Research, Vol.8, No 3 (1996), σ. 266-291// Norman M. Bradburn & Seymour Sudman, όπ.π., κεφ. 10 και 11, σ. 194 κ.ε.// Γ.Κατζουράκης, όπ.π., σ. 124-127.
[34] Πρόκειται για τις “κλασσικές” εργασίες των Lazarfeld, Berelson, Gaudet, Campbell, Converse, Lipset, Stein-Rokkan, Lijphart, Rose, Urvin, Janda, Powell, Inglehart, Alford, Ersson, κ.ά.
[35] Βλέπε αντί πολλών, Hans-Dieter Klingemann & Dieter Fuchs (επιμ.), Citizens and the State, Oxford University Press, Οξφόρδη 1995// Jan W. van Deth & Elinor Scarbrough, The Impact of Values, Oxford University Press, Οξφόρδη 1995// Pippa Norris (επιμ.), Critical Citizens. Global Support for Democratic Government, Oxford University Press, Οξφόρδη-Νέα Υόρκη 1999.
[36] ESOMAR: European Society of Market Research, WAPOR: World Association for Public Opinion Research. Βλέπε σχετικά Foundation for Information, όπ.π.
[37] Στη Γαλλία είναι 7 ημέρες, στο Βέλγιο 28, στο Λουξεμβούργο 20, στην Πορτογαλία 7, στην Ισπανία 5, στην Ιταλία 28 και στην Ελλάδα 15. Απαγορεύσεις ισχύουν και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης: στη Ρωσία 3 ημέρες, στην Ουγγαρία 7, στην Πολωνία 12, στην Τσεχοσλοβακία 7, στην Κροατία 1 και στη Σλοβενία 1. Βλέπε σχετικά Foundation for Information, όπ.π., σ. 18// WAPOR NEWSLETTER, Αύγουστος 1992, σ. 5.
[38] Η κοινή απόφαση υπουργών Εσωτερικών,
Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Τύπου και ΜΜΕ, της 30ης Αυγούστου 1996
ορίζει στο άρθρο 8, ότι: “οι κρατικοί και ιδιωτικοί ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί
υποχρεούνται να μην προβάλλουν, μεταδίδουν, ή αναμεταδίδουν οποιαδήποτε
δημοσκόπηση, πανελλήνια ή τοπική, σχετική με τις πολιτικές τάσεις, απόψεις και
προτιμήσεις της κοινής γνώμης για πολιτικά κόμματα, πολιτικές θέσεις και
πρόσωπα, κατά το τελευταίο δεκαήμερο
της προεκλογικής περιόδου και έως την ημέρα διεξαγωγής των εκλογών της 22ας
Σεπτεμβρίου 1996” (ΦΕΚ, τεύχος Β΄, φ.795/30-8-96). Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι
η εν λόγω απαγόρευση εξαιρούσε τον Τύπο από την υποχρέωση μη-δημοσίευσης
αποτελεσμάτων δημοσκοπήσεων, εισάγοντας μια αμφιλεγόμενη και αναιτιολόγητη
διάκριση μεταξύ Τύπου και Ραδιοτηλεόρασης. Επιπλέον, η ρύθμιση δεν αντιμετώπιζε
ούτε τη νέα μορφή διάδοσης των πληροφοριών (άρα και της διάθεσης αποτελεσμάτων
δημοσκοπήσεων) που εισάγει το Διαδίκτυο (Internet).
[39] Βλέπε σχετικά Ν.2623/98, ΦΕΚ, τεύχος Α’,
φ.139/ 25/6/98 (“Ανασύνταξη των εκλογικών καταλόγων, οργάνωση και άσκηση του
εκλογικού δικαιώματος των ετεροδημοτών, εκσυγχρονισμός της εκλογικής
διαδικασίας και άλλες διατάξεις”). Το άρθρο 6, παρ.1 προβλέπει ότι: “Δεκαπέντε
(15) ημέρες πριν τη διενέργεια των εκλογών και έως την 19.00 ώρα της ημέρας
ψηφοφορίας, απαγορεύεται η διενέργεια δημοσκοπήσεων για την πρόθεση ψήφου των
εκλογέων στις βουλευτικές εκλογές και ευρωεκλογές, η δημοσίευση και η
καθ’οιονδήποτε τρόπο μετάδοση αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων, καθώς και η
καθ’οιονδήποτε τρόπο μετάδοση και αναμετάδοσή τους από τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης”.
[40]
Διεθνώς, νομοθετική απαγόρευση διενέργειας δημοσκοπήσεων ισχύει μόνον
στην Κίνα, όπου όμως το εκλογικό σύστημα (έμμεση εκλογή) διαφέρει ριζικά και
επομένως δεν υφίσταται η ίδια η έννοια της Κοινής Γνώμης.
[41] Εκφράζεται η άποψη ότι η απαγόρευση αυτή
έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ.1, 14 παρ.1 του
Συντάγματος και το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου, διότι παραβιάζει το δικαίωμα του πολίτη να διαμορφώνει, να εκφράζει, να
λαμβάνει και να διαδίδει πληροφορίες, ιδέες και γνώμες, καθώς και το δικαίωμά
του να συμμετέχει ελεύθερα στην οικονομική ζωή της χώρας. Βλέπε σχετικά:
Πρόδρομος. Δαγκτόγλου, Συνταγματικό
Δίκαιο. Ατομικά δικαιώματα, εκδ.
Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτινή 1991, τόμος Α’, Κεφάλαιο ενδέκατο: “Ελευθερία γνώμης
και πληροφορίας”, σ.401 κ.ε.// Χαράλαμπος Ανθόπουλος: “Το δικαίωμα για
πλουραλιστική πληροφόρηση: Συνταγματικές όψεις”, στο: Το Σύνταγμα, Τα εικοσάχρονα του Συντάγματος 1975,
επιστημονικά συνέδρια 1, εκδ.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτινή 1998, σ. 1-25// Επίσης, ESOMAR, Guide to opinion polls, όπ.π.,
σ.2-4.
[42] “Επιτρέπεται κατά το τελευταίο
δεκαπενθήμερο πριν από τις εκλογές η διενέργεια δημοσκοπήσεων κατ’εντολήν των
κομμάτων για δική τους αποκλειστικά χρήση (sic!).” (Ν.2623/98, άρθρο 6, παρ.3).
[43] Από αυτήν την άποψη είναι χαρακτηριστικά
τα πρακτικά της σχετικής συζήτησης στη Βουλή.
[44] Nick Moon, ;όπ.π., σ. 212-213
[45] Στις Βουλευτικές εκλογές του 1985 στο
Βέλγιο, όπου εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά απαγόρευση δημοσίευσης, σημειώθηκε
ζωηρή κερδοσκοπία στο χρηματιστήριο αξιών κατά την περίοδο απαγόρευσης, διότι
άτομα που είχαν πρόσβαση στις αδημοσίευτες δημοσκοπήσειςαπέκτησαν ένα
προτέρημα, έναντι εκείνων που κρατήθηκαν σε άγνοια. Βλέπε σχετικά ESOMAR, όπ.π., σ. 3
[46] Πρβλ. και τις απόψεις της ESOMAR
(European Society for Opinion and Marketing Research): Guide to Opinion Polls, ιδίως το δεύτερο κεφάλαιο: “Opinion
Polls and Democracy”, σ. 2-4. (ελληνική μετάφραση ΣΕΔΕΑ 1996), που αποδέχεται
και ο ΣΕΔΕΑ.
[47] Βλ. ενδεικτικά, Philip Meyer, “Do the Polls Help or Hinder?”, Dialogue 3 (1992), σ. 44-46.
[48] Αν και εκ των υστέρων, με πρωτοβουλία του
Υπουργού Τύπου έχει ξεκινήσει και βρίσκεται σε εξέλιξη σχετικός διάλογος
ανάμεσα στους αρμόδιους φορείς, σχετικά με τη μορφή που θα πρέπει να λάβει η θεσμική
ρύθμιση.
[49] Βλ. Pierre Bourdieu, “L’opinion publique n’existe pas”, Les Temps Modernes 318 (1973), σ. 1292-1309. Ελληνική μετάφραση: Ν.Παναγιωτόπουλος, Β.Σ.Ταμπουράκης, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 77/1990, σ. 3-14// Patrick Champagne, Faire l’opinion, le nouveau jeu politique, Minuit, Παρίσι 1990.
[50] Η.Νικολακόπουλος, “Οι πολιτικές
δημοσκοπήσεις στην Ελλάδα: κριτήρια αξιολόγησης και απαιτούμενες θεσμικές
ρυθμίσεις”, όπ.π., σ. 29.
[51] Βλ. Pierre Bourdieu, όπ.π.
[52] Tο γενικότερο, αλλά εξ’ίσου σημαντικό πρόβλημα, της “μέτρησης” στις
κοινωνικές επιστήμες, δηλαδή εαν είναι εφικτή και σε τι συνίσταται η “μέτρηση”
των κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων δεν μπορεί να τεθεί στα πλαίσια της
παρούσας εισήγησης.
[53] Βλ. την αρθρογραφία του καθηγητή και πρώην προέδρου της WAPOR, Philip Meyer, “It is Time to Re-Evaluate the Referendum Model”, WAPOR Newsletter 2 (1994)// Επίσης, του ιδίου, “The Question: Has There Been Any Progress in Public Opinion Research?”, WAPOR Newsletter 4 (1994).