|
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ ΚΑΙ Η ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ 2004:
εθνική συναίνεση και επικριτικές οπτικές
Εισαγωγή
Η διεκδίκηση αρχικά και η ανάληψη κατόπιν από την πόλη της Αθήνας της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων 2004 παρουσιάστηκαν εξαρχής ως κορυφαίο εθνικό γεγονός, που υπερέβαινε κατά πολύ τις διαστάσεις ενός, έστω και μεγάλου, αθλητικού γεγονότος. Είναι βεβαίως αναμφισβήτητο το γεγονός, ότι η διοργάνωση ολυμπιακών αγώνων στις μέρες μας αποτελεί ένα μείζον κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό εγχείρημα, με επίδραση στην ίδια την ανάπτυξη και το κύρος της πόλης (και κατ'επέκτασιν της χώρας που τους διοργανώνει.
Ειδικότερα όμως στην Ελλάδα, ένα μεγάλο μέρος των φορέων της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας προσέδωσε στη διοργάνωση των Αγώνων το χαρακτήρα μιας 'νέας μεγάλης ιδέας' για τη χώρα, αλλά και τον ευρύτερο ελληνισμό. Στην ουσία, η διοργάνωση των Αγώνων του 2004 επιδιώχθηκε να χρησιμοποιηθεί αφενός μεν ως καταλύτης για την αλλαγή της εικόνας της χώρας στο διεθνή περίγυρο αφετέρου δε ως ατμομηχανή για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών και την ανάπτυξη των εμπορικών, οικονομικών και τουριστικών συναλλαγών.
Τα 'ιδεώδη' του ολυμπισμού συνιστούσαν μια πολύ στέρεη ιδεολογική βάση, επί της οποίας φαινόταν πολύ εφικτό να υψωθεί ένα (ρεαλιστικό) οικοδόμημα πολιτικών, διπλωματικών, οικονομικών και αναπτυξιακών προσδοκιών, που ήθελαν τη χώρα να στηρίζει επάνω στους Αγώνες μια σοβαρή αναδιοργάνωση των υποδομών της, των υπηρεσιών της και του ανθρώπινου δυναμικού της.
Η πορεία προς τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 μπορεί σχηματικά να χωριστεί σε τρεις περιόδους.
Η πρώτη περίοδος (1996-1997) είναι η περίοδος προπαρασκευής της υποψηφιότητας της Αθήνας. Κατά τη διάρκειά της κατατίθεται (1996) ο φάκελος της υποψηφιότητας και αρχίζει η προσπάθεια επικοινωνίας του στη διεθνή κοινή γνώμη και, βεβαίως, στα μέλη της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (Δ.Ο.Ε.). Πρέπει να επισημανθεί, ότι ένα από τα ισχυρότερα όπλα της ελληνικής υποψηφιότητας ήταν η καθολική κοινωνική συναίνεση που απολάμβανε στην Ελλάδα, και κυρίως στους κατοίκους του ευρύτερου Πολεοδομικού Συγκροτήματος της Αθήνας, το αίτημα για τη διοργάνωση των Αγώνων, σε αντίθεση με τις άλλες υποψηφιότητες που εμφάνιζαν ισχυρά ποσοστά σκεπτικισμού της κοινής γνώμης τους1. Τον Σεπτέμβριο του 1997 η Αθήνα ψηφίζεται και επισήμως από τους 'Αθάνατους' της ΔΟΕ ως η πόλη που καλείται να διοργανώσει τους Αγώνες του 2004.
Η δεύτερη περίοδος (1998-2000) αποτελεί την αρχική περίοδο προετοιμασίας της διοργάνωσης, η οποία όμως προχωρά με πολύ βραδείς ρυθμούς. Τόσο η υπεύθυνη κυβέρνηση της χώρας όσο και το πρώτο οργανωτικό σχήμα που είχε δημιουργηθεί δείχνουν να υποτιμούν τους χρόνους και της όγκους εργασίας. Έτσι, τον Μάιο του 2000 η Δ.Ο.Ε. δια του τότε Προέδρου της Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ προβαίνει σε αυστηρές προειδοποιήσεις προς τη χώρα και την υπεύθυνη κυβέρνηση, επισείοντας ακόμα και το χαρτί της αλλαγής της διοργανώτριας πόλης (η υπόθεση έμεινε γνωστή στην κοινή γνώμη ως η 'κίτρινη κάρτα' του Σάμαρανκ). Η κυβέρνηση του Κ.Σημίτη αναγκάζεται να αλλάξει τους επικεφαλής της Οργανωτικής Επιτροπής Κ.Μπακούρη και Στρ.Στρατήγη και να αναθέσει την ευθύνη της οργάνωσης, με προτροπή και της Δ.Ο.Ε., στην Γ.Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη που αναδεικνύεται έκτοτε ως το 'ισχυρό πρόσωπο' των Αγώνων.
Η τρίτη περίοδος (2001-2004) είναι η περίοδος της εντατικοποίησης των ρυθμών προετοιμασίας, τόσο στο επίπεδο των τεχνικών - αθλητικών έργων και υποδομών όσο και στο επίπεδο της οργάνωσης των Αγώνων. Ταυτόχρονα είναι η περίοδος που ανακύπτουν σιγά-σιγά τα προβλήματα πολιτικής διαχείρισης της οργάνωσης των Αγώνων: καθυστερήσεις και συγκρούσεις στην ανάθεση και εκτέλεση έργων, διεθνείς πιέσεις για την ανάθεση του έργου της Ασφάλειας των Αγώνων, αντιπαραθέσεις (εμφανείς και αφανείς) μεταξύ κυβέρνησης και Οργανωτικής Επιτροπής σχετικά με τα πεδία ευθύνης της καθεμιάς, αυξανόμενη ανησυχία για το συνολικό κόστος των Αγώνων και τις υπερβάσεις των προϋπολογισμών, ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα, κ.ο.κ.
Σε όλες τις αυτές τις περιόδους, ιδιαίτερα όμως στην τρίτη και καθοριστική, η παρουσία της κοινής γνώμης είναι βαρύνουσα. Όπως όλοι οι σύγχρονοι Αγώνες, έτσι και αυτοί της Αθήνας (αυτοί δε ίσως ακόμα περισσότερο, λόγω και του ότι η Ελλάδα είναι η μικρότερη χώρα στην ιστορία των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων που καλείται να τους οργανώσει) εξαρτώνται καταλυτικά από την πολιτική συναίνεση, την αποδοχή στο κοινωνικό σώμα και από την κοινωνική ενεργοποίηση που θα επιτευχθεί. 'Εθνικός στόχος' χωρίς 'εθνική συναίνεση' δε νοείται. Αποκτά λοιπόν μεγάλη σημασία η παρακολούθηση των στάσεων, των αντιλήψεων και των συμπεριφορών της κοινής γνώμης. Με βάση κυρίως τα διαχρονικά στοιχεία των ποσοτικών ερευνών της VPRC 2001-2003 που έχουν διεξαχθεί με αποκλειστικό αντικείμενο τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, θα παρακολουθήσουμε την εξέλιξη των βασικών τάσεων της ελληνικής κοινής γνώμης σχετικά με αυτούς και τις επιπτώσεις τους2. Η επιλογή της περιόδου 2001-2003 για την παρουσίαση των ερευνητικών δεδομένων γίνεται διότι η περίοδος αυτή είναι και η πιο ουσιαστική τόσο για τις ίδιες τις προετοιμασίες της διοργάνωσης όσο και για τη στάση της κοινής γνώμης, που γίνεται ολοένα και περισσότερο κοινωνός του συνολικού εγχειρήματος.
1. Η εικόνα των Ολυμπιακών Αγώνων: μια ισχυρή και εμπεδωμένη ιδεολογία
Οι έρευνες κοινής γνώμης ανέδειξαν από την πρώτη στιγμή την υψηλή αποδοχή τόσο των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας όσο και του οργανισμού που διαχειρίζεται και εποπτεύει την οργάνωσή τους, της Δ.Ο.Ε. Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 1, σε μια κλίμακα 0-100 βαθμολόγησης των συναισθημάτων απέναντι στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας ο μέσος όρος καταγράφηκε το 2003 στο εξαιρετικά υψηλό 78.6, ακολουθώντας μάλιστα σταθερά ανοδική τάση από το 2001 (2001: 75.4, 2002: 77.2, 2003: 78.6). Την ίδια ανοδική τάση στη βαθμολόγηση των συναισθημάτων παρουσίασε και η Δ.Ο.Ε., περνώντας από το 51.4 (2001) στο 59.2 (2002) και καταλήγοντας στο 61.2 (2003).
Ταυτόχρονα, το 2003 το 82.3% της ελληνικής κοινής γνώμης αξιολογούσε τους Αγώνες της Αθήνας ως 'πολύ και αρκετά σημαντικούς'. Στον αντίποδα, μόλις το 16.4% τους αξιολογούσε από 'λίγο έως καθόλου σημαντικούς'. Τα ποσοστά της θετικής αξιολόγησης ως προς τη σημαντικότητα κατεγράφησαν στο 85.8% το 2001 και στο 83% το 2002, παρουσίασαν δηλαδή μια μεγάλη σταθερότητα, αν και με ελαφρώς πτωτική καμπύλη.
Τα ποσοστό που θεωρεί το 2003 τους Αγώνες ως 'πολύ και αρκετά σημαντικούς' (82.3%) εμφανίζεται ακόμα ισχυρότερο στους πολίτες με μέσο εκπαιδευτικό επίπεδο, στους τακτικά εκκλησιαζόμενους, στους κατοίκους του Πολεοδομικού Συγκροτήματος της Αθήνας και της Κρήτης, καθώς και στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ. Πτωτική τάση στην αξιολόγηση σημαντικότητας των Αγώνων εμφανίζεται όσο μεγαλώνει η ηλικία των ερωτώμενων. Ξεκινά από το 90.3% στους νέους 15-17 ετών και φτάνει στο χαμηλότερο σημείο στην ηλικιακή ομάδα 45-54 ετών και στις μεγαλύτερες ηλικίες (77.3%)3.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι τα υψηλά ποσοστά της κοινής γνώμης που θεωρούν σημαντικούς τους Αγώνες παρατηρούνται καθ'όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου (2001-2003), κατά την οποίαν εμφανίζονται τα μεγάλα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα στη διαχείριση των Αγώνων. Μάλιστα, παρά την όξυνση αυτών των προβλημάτων, το ποσοστό όσων εξακολουθούν να δηλώνουν απόλυτα σύμφωνοι με την ανάληψη και διεξαγωγή των Αγώνων στην Αθήνα καταγράφεται στο 74%4. Αν στο ποσοστό αυτό προσθέσει κανείς και αυτό που αντιστοιχεί σε όσους είναι μάλλον σύμφωνοι με την ανάληψη και διοργάνωση (18%), θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι από το 1996 έως και τις αρχές του 2004 η κοινή γνώμη παρέμεινε αμετακίνητη στη θέση της υπέρ των Αγώνων.
Ένας άλλος, επίσης, σημαντικός δείκτης της κοινωνικής επιρροής των Αγώνων είναι ο δείκτης ενδιαφέροντος για εκ του σύνεγγυς παρακολούθηση των αθλητικών, πολιτιστικών και κοινωνικών γεγονότων που τους συναποτελούν. Το 62% της κοινής γνώμης στην Ελλάδα εκδήλωνε το 2003 το ενδιαφέρον του να παρακολουθήσει από κοντά κάποιο από τα αγωνίσματα ή τις τελετές των Αγώνων.
Το ίδιο ποσοστό το 2002 είχε καταγραφεί στο 67.1%, παρουσίασε μια πτώση δηλαδή της τάξης των 5 ποσοστιαίων μονάδων, η οποία κυρίως προέρχεται από τη σοβαρή μείωση του ποσοστού όσων δήλωναν πως 'ενδιαφέρονταν πολύ' να παραβρεθούν (Διάγραμμα 2).
Η σχετική αυτή μείωση δεν φαίνεται να έχει επίδραση ωστόσο, είτε στις γενικότερες ιδεολογικές στάσεις της κοινωνίας είτε στην ίδια τη διοργάνωση. Έτσι κι'αλλιώς, μόνον οι 'πολύ ενδιαφερόμενοι' να παραβρεθούν σε αγωνίσματα, τελετές ή εκδηλώσεις (21.6%) αντιστοιχούν (βάσει του πληθυσμού αναφοράς της έρευνας) σε έναν απόλυτο αριθμό περίπου 1.865.236 ατόμων5.
2. Η κοινωνική συναίνεση στους Ολυμπιακούς Αγώνες 2004 και τα συστατικά της χαρακτηριστικά
Τα στοιχεία που εκτέθηκαν παραπάνω οδηγούν σε μια καθαρή διαπίστωση: οι Αγώνες της Αθήνας υποστηρίζονται από μια ευρύτατη κοινωνική πλειοψηφία και άρα απολαμβάνουν μιας μεγάλης κοινωνικής συναίνεσης. Δεν είναι έτσι χωρίς νόημα το γεγονός, ότι μόλις το 17-20% περίπου των πολιτών (19.7% το 2001, 18% το 2002 και 17.1% το 2003) δηλώνει πως δεν παρακολουθεί 'σχεδόν καθόλου' τα νέα σχετικά με τις προετοιμασίες των Αγώνων.
Το ερώτημα που τίθεται ωστόσο, είναι ποια είναι η υλική βάση αυτής της συναίνεσης, με άλλα λόγια βάσει ποίων προσδοκιών ή αντιλήψεων η ελληνική κοινωνία στέκεται με θετικό τρόπο απέναντι στους Αγώνες.
Από τα συνολικά στοιχεία του εβδομαδιαίου τηλεφωνικού Βαρόμετρου6, προκύπτει πριν απ'όλα ότι το 'ιδεολογικό-οραματικό' στοιχείο των Αγώνων είναι εξαιρετικά έντονο στην ελληνική κοινωνία. Έτσι, όπως φαίνεται και στο Διάγραμμα 3 που παρουσιάζει τις σχετικές χρονοσειρές, η συμφωνία της κοινής γνώμης με άριστα το 10 με μια σειρά από φράσεις 'ιδεολογικού' χαρακτήρα και στίγματος κινείται σε υψηλότατα επίπεδα, αποδεικνύοντας από τη μια ότι η συναίνεση προς τους Αγώνες θεμελιώνεται σε ισχυρή ιδεολογική βάση και επιβεβαιώνοντας από την άλλη την παλαιόθεν παρατηρηθείσα συνάρθρωση αθλητισμού και 'εθνικού στοιχείου', κυρίως στο πεδίο των Ολυμπιακών Αγώνων7.
Πλέον όμως των ιδεολογικών αυτών στερεοτύπων υπάρχουν και οι 'πραγματιστικές' απόψεις8. Στην έρευνα της VPRC του 2001 κατεγράφησαν μια σειρά από 'θετικά πράγματα' που η ελληνική κοινή γνώμη θα επιθυμούσε να συμβούν με τη διοργάνωση των Αγώνων. Στην πρώτη θέση των προσδοκιών με 28.5% βρέθηκε η επιθυμία (προσδοκία) της για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Στη δεύτερη θέση βρέθηκε η επιθυμία για βελτίωση της εικόνας της χώρας στο διεθνές περιβάλλον (21.4%), ενώ στην τρίτη και τέταρτη θέση βρέθηκαν, ισοδύναμα σχεδόν, οι προσδοκίες για βελτίωση του οδικού δικτύου και των υποδομών της χώρας με αυτές για βελτίωση της αθλητικής υποδομής (14.2% και 13.5% αντίστοιχα).
Στην ουσία δηλαδή, φάνηκε εξαρχής, να διαμορφώνεται ένα τρίπτυχο συναίνεσης που το συνέθεταν οι προσδοκίες για περισσότερες θέσεις εργασίας και μείωση της ανεργίας, για βελτίωση - εκσυγχρονισμό των τεχνικών υποδομών (περιλαμβανομένων και των αθλητικών) και για ενίσχυση της εικόνας της χώρας.
Παρατηρώντας την εξέλιξη των σχετικών δεικτών μεταξύ 2001-2003 στο Διάγραμμα 4, παρατηρούνται κάποιες μεταβολές. Κατά πρώτον, μεταξύ 2001 και 2003 μειώνεται αισθητά η αρχική προσδοκία για περισσότερες θέσεις εργασίας. Εξέλιξη λογική, στο μέτρο που η προσδοκία αυτή είναι περισσότερο συνυφασμένη με την προετοιμασία των Αγώνων και συνεπώς είναι επόμενο να μειώνεται ενόσω πλησιάζει η καθαυτή ώρα της διοργάνωσης. Αντίθετα, μεταξύ 2001 και 2003 αυξάνεται αισθητά η προσδοκία για δημιουργία και βελτίωση των τεχνικών υποδομών, επίσης λογική εξέλιξη στο μέτρο που ολοκληρώνεται και δίδεται προς χρήση σιγά-σιγά ένα σημαντικό μέρος από τα μεγάλα τεχνικά και αθλητικά έργα. Τέλος, η τρίτη διάσταση της συναίνεσης, αυτή της βελτίωσης της εικόνας της χώρας στο διεθνή περίγυρο παραμένει σταθερή κατά την τριετία στα ίδια ποσοστά.
Απέναντι στο παραπάνω τρίπτυχο της συναίνεσης ένα και μόνο στοιχείο βρίσκεται αντιμέτωπο, απειλώντας εν μέρει τη συνοχή της. Πρόκειται για το φόβο οικονομικών υπερβάσεων και δημιουργίας υψηλού κόστους των Αγώνων, κόστος που θα επιβαρύνει τη φορολογία κατά τη μετα-ολυμπιακή περίοδο. Το ποσοστό της κοινής γνώμης που ονομάζει και ιεραρχεί το πρόβλημα αυτό κινείται σταθερά κατά την περίοδο 2001-2003 στα επίπεδα του 24%. Ωστόσο, είναι το μοναδικό αρνητικά φορτισμένο πρόβλημα που παρουσιάζει τουλάχιστον μία σταθερότητα σε σχετικά υψηλά ποσοστά. Υπάρχει επίσης και το (συναφές ίσως) πρόβλημα της διαφθοράς, το οποίο ναι μεν παρουσιάζει συστηματική άνοδο, ωστόσο κινείται πάντοτε σε μικρά συνολικά ποσοστά, της τάξης του 3-6%.
Όπως φαίνεται και στα Διαγράμματα 5 & 6, όλα σχεδόν τα αρνητικά ενδεχόμενα παρουσιάζουν είτε μια συστηματική πτωτική τάση είτε μια σταθερότητα σε χαμηλά ποσοστά: κυκλοφοριακά προβλήματα, μείωση των κοινωνικών δαπανών λόγω απόσπασης κονδυλίων στην προετοιμασία των Αγώνων, ωφέλεια μόνον της Αθήνας από τους Αγώνες σε βάρος της περιφέρειας, αύξηση της εγκληματικότητας, κακή εικόνα της χώρας στο εξωτερικό, περιβαλλοντική επιβάρυνση, καθυστερήσεις στην κατασκευή των έργων, ενδεχόμενο χαμηλής προσέλευσης θεατών.
Ταυτόχρονα, μεταξύ 2001-2003 παρουσίασε θεαματική αύξηση το ποσοστό της κοινής γνώμης που φοβάται ένα ισχυρό τρομοκρατικό κτύπημα στη χώρα λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων. Το σχετικό ποσοστό ανέβηκε από το 12% το 2001 στο 18.5% το 2003, επηρεασμένο βεβαίως και από τη συγκυρία των μεγάλων κτυπημάτων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Ν.Υόρκη και, κυρίως, της 20ης Νοεμβρίου 2003 στην Κωνσταντινούπολη. Πρέπει όμως να επισημανθεί, ότι σε σχέση με τους Αγώνες της Αθήνας και τη στάση της κοινής γνώμης, ο φόβος μιας μεγάλης τρομοκρατικής ενέργειας μάλλον σε τελική ανάλυση λειτουργεί στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συναίνεσης προς αυτούς παρά ως μοχλός αμφισβήτησης των Αγώνων. Η αναφορά στο πρόβλημα μιας ενδεχόμενης επίθεσης λειτουργεί ψυχολογικά περισσότερο θετικά προς τους Αγώνες, λαμβάνοντας τη μορφή ενός απευκταίου (εξωγενούς) γεγονότος που θα διαταράξει τη γιορτή των Αγώνων και την εικόνα της χώρας και όχι ως μια παρέκκλιση - δυσλειτουργία για την οποία ευθύνονται οι ίδιοι οι Αγώνες και η διοργάνωσή τους.
Συμπερασματικά, φαίνεται ότι κατ'ουσίαν η έως σήμερα πορεία της διοργάνωσης των Αγώνων δεν έχει απειληθεί από ένα ισχυρό ή έστω αξιόλογο ρεύμα κοινωνικής αντίθεσης. Ο φόβος ή (και) η άποψη / εκτίμηση περί υψηλού κόστους δεν έχει καταφέρει να συναρθρωθεί με άλλες αρνητικές φοβίες και άρα να δημιουργήσει ρήγματα στη συναίνεση των Αγώνων. Παραμένει - και διατυπώνεται - περισσότερο ως ένα 'αγκάθι', ως μία αρνητική πλευρά των Αγώνων που ζητά διαχείριση και καλύτερο έλεγχο, παρά ως καταλύτης για τη δημιουργία κοινωνικής δυσαρέσκειας ή και αντίθεσης.
3. Η συναίνεση της κοινής γνώμης και οι εσωτερικές της αντιθέσεις
Η ισχυρή συναίνεση της ελληνικής κοινωνίας στους Αγώνες του 2004 δεν ακυρώνει προφανώς τις εσωτερικές αντιθέσεις που τη διασχίζουν. Για να εκτιμηθούν καλύτερα οι ποσοτικές και ποιοτικές διαστάσεις των τελευταίων, επιχειρήθηκε, βάσει των δεδομένων της ποσοτικής έρευνας του 2003, μια τμηματοποίηση της ελληνικής κοινής γνώμης με βάση την ταυτόχρονη και συνεκτική τοποθέτησή της σε τρία ερωτήματα (μεταβλητές): α) τη βαθμολόγηση των συναισθημάτων της για τους Αγώνες της Αθήνας στην κλίμακα 0-100 (όπου το 100 σημαίνει πολύ θετικά συναισθήματα, το 0 πολύ αρνητικά συναισθήματα και το 50 ούτε ιδιαίτερα θετικά ούτε ιδιαίτερα αρνητικά), β) την τοποθέτηση σε σχέση με τη σημαντικότητα των Αγώνων και, γ) το ενδιαφέρον για φυσική παρουσία και συμμετοχή στους Αγώνες, τις τελετές και τις παράλληλες εκδηλώσεις.
Από την ταυτόχρονη ανάλυση των παραπάνω μεταβλητών προέκυψαν οι παρακάτω πέντε ομάδες στην ελληνική κοινωνία:
- Οι 'σκληροί υποστηρικτές' των Αγώνων. Πρόκειται για όσους/ες βαθμολογούν με υψηλότατους (95-100) βαθμούς τα συναισθήματά τους για τους Αγώνες, ταυτόχρονα δε τους θεωρούν πολύ σημαντικούς για τη χώρα και σκοπεύουν να έχουν φυσική παρουσία σε αυτούς. Αποτελούν το 12% της κοινής γνώμης (ή, προβαλλόμενο το ποσοστό στον πληθυσμό αναφοράς της έρευνας, σε περίπου 1.036.242 άτομα).
- Οι 'ένθερμοι υποστηρικτές' των Αγώνων. Πρόκειται για όσους/ες βαθμολογούν με υψηλούς (80 και άνω) βαθμούς τα συναισθήματά τους για τους Αγώνες, ταυτόχρονα τους θεωρούν πολύ και αρκετά σημαντικούς για τη χώρα και σκοπεύουν να έχουν φυσική παρουσία σε αυτούς. Αποτελούν το 28% της κοινής γνώμης (ή 2.417.899 άτομα).
- Οι 'χαλαροί υποστηρικτές' των Αγώνων. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ομάδα της κοινής γνώμης, αφού αποτελούν το 54%. Οριοθετούνται από την πρώτη και τη δεύτερη ομάδα ως προς τη φυσική τους παρουσία στους Αγώνες και τις εκδηλώσεις τους, δηλώνοντας ότι δεν ενδιαφέρονται για κάτι τέτοιο. Βαθμολογούν ωστόσο με υψηλότατους βαθμούς τα συναισθήματά τους για τους Αγώνες και τους θεωρούν πολύ σημαντικούς για τη χώρα (υπολογίζονται περίπου σε 4.663.000 άτομα).
- Οι 'αρνητικοί' απέναντι στους Αγώνες. Πρόκειται για όσους/ες δίνουν ταυτόχρονα χαμηλές βαθμολογίες (κάτω από 30) στα συναισθήματά τους απέναντι στους Αγώνες, τους θεωρούν από λίγο έως καθόλου σημαντικούς για τη χώρα και δηλώνουν ότι δεν πρόκειται να έχουν φυσική παρουσία σε αυτούς. Αποτελούν το 4% της ελληνικής κοινής γνώμης (ή 345.414 άτομα).
- Τέλος, υπάρχει και η ομάδα των 'έντονα αρνητικών' απέναντι στους Αγώνες. Βαθμολογούν τα συναισθήματά τους με τη χαμηλότερη βαθμολογία (κάτω του 10 ή ακόμα και 0), θεωρούν τους αγώνες καθόλου σημαντικούς για τη χώρα και δεν σκοπεύουν να έχουν φυσική παρουσία σε αυτούς. Αποτελούν το 2% της κοινής γνώμης (ή 172.707 άτομα).
Όπως γίνεται φανερό, τόσο από τα ποσοστά όσο και από τον εκτιμώμενο απόλυτο αριθμό ατόμων που καταγράφουν οι επιμέρους ομάδες της κοινής γνώμης, η κοινωνική συναίνεση στους Αγώνες είναι εκτός από μεγάλη και πολύ συνεκτική. Οι αρνητικά τοποθετούμενοι απέναντί τους αποτελούν μόλις το 6% της ελληνικής κοινωνίας (ή 518.000 περίπου άτομα), τη στιγμή που η ομάδα των 'ένθερμων και σκληρών υποστηρικτών' φθάνει το 40%, ενώ αυτή των 'χαλαρών υποστηρικτών' το 54%.
Οι διαφοροποιήσεις στις συνθέσεις των ομάδων είναι σαφείς, όπως προκύπτουν από τις ειδικές αναλύσεις διερεύνησης στατιστικής σημαντικότητας. Η κοινωνική βάση των 'ένθερμων και σκληρών υποστηρικτών' εντοπίζεται περισσότερο στον ανδρικό πληθυσμό, στις μικρές ηλικίες (15-24 ετών), στους έχοντες/ουσες ανώτερο εκπαιδευτικό επίπεδο, στους κατοίκους του Πολεοδομικού Συγκροτήματος της Αθήνας και της Κρήτης και στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ. Η κοινωνική βάση των 'χαλαρών υποστηρικτών' εντοπίζεται περισσότερο στο γυναικείο πληθυσμό, στην ηλικιακή ομάδα 45-64 ετών, στους έχοντες/ουσες κατώτερο εκπαιδευτικό επίπεδο, στους συνταξιούχους, στους κατοίκους των ημιαστικών περιοχών, στους κατοίκους των Περιφερειών της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης, στους ψηφοφόρους της ΝΔ και του ΚΚΕ. Τέλος, η κοινωνική βάση των 'αρνητικών και των έντονα αρνητικών' προς τους Αγώνες εντοπίζεται περισσότερο στις ηλικίες 25-34 ετών, στους κατοίκους των αγροτικών περιοχών, στους κατοίκους του Πολεοδομικού Συγκροτήματος Θεσσαλονίκης και στους ψηφοφόρους του Συνασπισμού, του ΔΗΚΚΙ, μικρότερων πολιτικών σχηματισμών ή ψηφοφόρους του Λευκού / 'Ακυρου.
- ο ηλικιακός παράγοντας: είναι εμφανές ότι η υποστήριξη των Ολυμπιακών Αγώνων διαμορφώνεται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τις μικρότερες ηλικιακές ομάδες (15-24 ετών). Είναι αυτές, άλλωστε, που προσδοκούν να ζήσουν την εμπειρία των Αγώνων είτε ως αθλητικό γεγονός (θεατές) είτε ως κοινωνικό - πολιτιστικό γεγονός (εθελοντές). Αντίθετα, οι μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες ανήκουν περισσότερο είτε στους 'χαλαρούς υποστηρικτές' είτε και στους 'αρνητικούς'.
- ο τοπικός / περιφερειακός παράγοντας: είναι επίσης εμφανές ότι η μεγάλη υποστήριξη των Αγώνων εντοπίζεται στο Πολεοδομικό Συγκρότημα της Αθήνας, το οποίο, παρά τη σοβαρή επιβάρυνση των καθημερινών συνθηκών ζωής και μετακίνησης που έχει σημειωθεί λόγω των ολυμπιακών έργων, εξακολουθεί να υποστηρίζει το εγχείρημα, προφανώς γιατί προσβλέπει στις μετα-ολυμπιακές βελτιώσεις. Αντίθετα, στο Πολεοδομικό Συγκρότημα της Θεσσαλονίκης, όπως και γενικότερα στην ύπαιθρο, εντοπίζονται ισχυροί πυρήνες των 'αρνητικών' προς τους Αγώνες πολιτών, γεγονός που ενισχύει την άποψη περί διεύρυνσης των περιφερειακών ανισοτήτων που προκαλούνται λόγω υπερσυγκέντρωσης των έργων υποδομής και των αναπτυξιακών προοπτικών στο κέντρο (Λεκανοπέδιο Αθήνας).
- ο πολιτικός παράγοντας: είναι, τέλος, εμφανές ότι η στάση απέναντι στην οργάνωση των Αγώνων και, κυρίως, απέναντι στη συνολική διαχείριση του έργου αυτού εμπεριέχει πολιτικά - κομματικά χαρακτηριστικά. Η περίοδος 1996-2003 είναι περίοδος διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ (υπό τον Κ.Σημίτη), το οποίο διαχειρίζεται συνολικά, τόσο την πορεία των ολυμπιακών έργων όσο και την εποπτεία της οργανωτικής επιτροπής των Αγώνων. Το γεγονός αυτό χρωματίζει τις στάσεις των πολιτών ανάλογα με την κομματική τους προτίμηση. Οι οπαδοί του ΠΑΣΟΚ έχουν την τάση να ευνοούν (δικαιολογούν) περισσότερο τις κυβερνητικές πρακτικές ή παραλείψεις σε σχέση με τους οπαδούς των άλλων πολιτικών κομμάτων.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η 'εθνική' διάσταση των Ολυμπιακών Αγώνων είναι κυρίαρχη και ηγεμονεύει πάνω στους επιμέρους παράγοντες διαμόρφωσης των απόψεων για τους Αγώνες, κυρίως δε στον πολιτικό (κομματικό) παράγοντα, υπογραμμίζοντας και από αυτήν την πλευρά το εύρος της κοινωνικής συναίνεσης προς αυτούς. Στις έρευνες του 2002 και του 2003 της VPRC ετέθησαν στην κοινή γνώμη δύο υποθετικά σενάρια που αφορούσαν την εμπλοκή των Αγώνων στην ατζέντα της προεκλογικής περιόδου των εκλογών του 2004. Με το πρώτο σενάριο η κοινή γνώμη εκλήθη να τοποθετηθεί στο ενδεχόμενο στελέχη του κυβερνώντος κόμματος (του ΠΑΣΟΚ) να δηλώνουν κατά την προεκλογική περίοδο ότι εάν η χώρα δεν παραμείνει με Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ θα δημιουργηθεί κλίμα αστάθειας και θα τεθεί σε κίνδυνο η ολυμπιακή προετοιμασία. Η άποψη της κοινής γνώμης το 2003 για μια τέτοια δήλωση κατεγράφη ως 'καθόλου πειστική' σε ποσοστό 53.1% (47% το 2002) και 'ελάχιστα πειστική' σε ποσοστό 16.9% (18.5% το 2002). Αντίστοιχα, με το δεύτερο σενάριο η κοινή γνώμη εκλήθη να τοποθετηθεί στο ενδεχόμενο στελέχη της αντιπολίτευσης (της Ν.Δ.) να δηλώνουν κατά την προεκλογική περίοδο ότι η χώρα χρειάζεται αλλαγή κυβέρνησης για να διασφαλιστεί ότι θα γίνει καλύτερη δουλειά για τη διοργάνωση των Αγώνων του 2004. Η δήλωση αυτή εκρίθη από την κοινή γνώμη 'καθόλου πειστική' σε ποσοστό 52.8% (44.8% το 2002) και 'ελάχιστα πειστική' σε ποσοστό 20.4% (23.2% το 2002). Αθροιστικά, δηλαδή, και στις δύο περιπτώσεις το 70% περίπου της κοινής γνώμης τοποθετείτο αρνητικά απέναντι στο ενδεχόμενο 'κομματικοποίησης' των Αγώνων και ένταξής τους στην προεκλογική στρατηγική των κομμάτων.
Αν επιχειρήσει κανείς να διεισδύσει ακόμη περισσότερο στη σχέση θετικών προσδοκιών ή πιθανών φόβων με τις ιδιαίτερες ομάδες της κοινής γνώμης θα διαπιστώσει ορισμένες ενδιαφέρουσες συσχετίσεις. Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 7 που ακολουθεί και που έχει προκύψει από ανάλυση αντιστοιχιών (correspondence analysis), η ομάδα των 'αρνητικών' προς τους Ολυμπιακούς Αγώνες προβάλλει ως περισσότερο αρνητικά στοιχεία την περιβαλλοντική επιβάρυνση και τα φαινόμενα διαφθοράς, αλλά και αντίστροφα, η αναφορά στην περιβαλλοντική επιβάρυνση και στα φαινόμενα διαφθοράς γίνεται περισσότερο και κατά βάση από τους 'αρνητικά' διακείμενους προς τους Αγώνες. Επίσης, στο ίδιο διάγραμμα φαίνεται πως οι 'χαλαροί υποστηρικτές' των Αγώνων ανησυχούν περισσότερο για το υψηλό κόστος και την πρωτοκαθεδρία της Αθήνας έναντι της Περιφέρειας ή, αντίστροφα ειπωμένο, το υψηλό κόστος των Αγώνων και η υποβάθμιση της Περιφέρειας απομακρύνουν από την 'ένθερμη' στάση ως προς τους Αγώνες ένα πολύ μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινής γνώμης. Από την άλλη πλευρά, όπως φαίνεται και στο Διάγραμμα 8, η ομάδα των 'σκληρών και των ένθερμων' υποστηρικτών των Αγώνων βρίσκονται περισσότερο κοντά στην άποψη - προσδοκία πως οι Αγώνες θα βελτιώσουν την εικόνα της χώρας στο διεθνές περιβάλλον, βρίσκονται δηλαδή εγγύτερα σε μια μάλλον ιδεολογική προσέγγιση των Αγώνων που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα είδος 'πατριωτικού ιδεαλισμού'. Η ομάδα των 'χαλαρών υποστηρικτών' συνδέεται περισσότερο με τις προσδοκίες για βελτίωση των τεχνικών, οδικών και αθλητικών υποδομών και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, διαπνέεται δηλαδή από ένα μάλλον 'ρεαλιστικό πραγματισμό'.
4. Ο εθελοντισμός και οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας 2004
Ένα από τα βασικότερα κριτήρια επιτυχίας των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων είναι το επιτυχημένο πρόγραμμα εθελοντισμού. Οι Αγώνες βασίζονται πολύ στην κοινωνική ενεργοποίηση και συμμετοχή, καθώς και στην ανάδειξη και έμφαση του 'κινηματικού' στοιχείου της διοργάνωσης (το λεγόμενο 'ολυμπιακό κίνημα') και σ'αυτήν τη βάση ο ρόλος του εθελοντισμού και των εθελοντών είναι καθοριστικός. Όπως έχει επισημανθεί άλλωστε, η προσέλκυση εθελοντών και η ποιότητα της εργασίας τους διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην καθαυτή οργάνωση, στο κόστος της, αλλά και στις συνολικές εντυπώσεις που αφήνονται από τη διοργανώτρια πόλη xσε όλες τις λειτουργίες της9.
Η μεγάλη κοινωνική συναίνεση στον ιδεολογικό και πολιτικό στόχο των Ολυμπιακών Αγώνων, αποτέλεσε ασφαλώς προϋπόθεση για μια σημαντική ποσοτικά έκφραση βούλησης για εθελοντική συμμετοχή - συνεισφορά σε αυτούς, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μία χώρα με χαμηλή παράδοση εθελοντισμού και ασθενείς έως σήμερα εθελοντικές και μη-κυβερνητικές οργανώσεις.
Έτσι, όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 9, ένα 8-9% της ελληνικής κοινωνίας 'ενδιαφέρθηκε πολύ' για τον ολυμπιακό εθελοντισμό, ενώ και ένα εξίσου σημαντικό ποσοστό από 10-15% ενδιαφέρθηκε περισσότερο χαλαρά. Το ενδιαφέρον για ένταξη στο εθελοντικό πρόγραμμα των Αγώνων του 2004 παρέμεινε σε γενικές γραμμές σταθερό κατά την τριετία 2001-2003. Βέβαια, φαίνεται το ποσοστό των ενδιαφερόμενων να βοηθήσουν εθελοντικά στην οργάνωση των Αγώνων να εμφανίζει μια πτωτική καμπύλη: οι 'ενδιαφερόμενοι πολύ' από 9.4% το 2001 φθάνουν στο 8.4% το 2003, ενώ και οι 'μάλλον ενδιαφερόμενοι' από 15.4% το 2001 φθάνουν το 10.2% το 2003. Ωστόσο, το συμπέρασμα περί πτώσης του ενδιαφέροντος για τον ολυμπιακό εθελοντισμό θα ήταν μάλλον βιαστικό, αν υπολογίσει κανείς ότι το 8.4% του 2003 που δηλώνει πως 'ενδιαφέρεται πολύ' αντιστοιχεί σε ένα αριθμό 725.000 περίπου πολιτών (με βάση τον πληθυσμό αναφοράς της έρευνας του 2003). Ο απόλυτος αυτός αριθμός, ακόμα κι'αν αφαιρεθούν όσοι δεν πληρούν το ηλικιακό κριτήριο πρόσληψης στο σώμα των εθελοντών (18ο έτος ηλικίας συμπληρωμένο την 31/12/2004), είναι τεράστιος για μια μικρή πληθυσμιακά χώρα που οργανώνει ολυμπιακούς αγώνες και μάλιστα τη στιγμή που ο αρχικός στόχος του εθελοντικού προγράμματος της Οργανωτικής Επιτροπής του Αθήνα 2004 ήταν να φθάσει συνολικά τις 120.000 αιτήσεις εθελοντών (από τις οποίες προβλεπόταν να χρησιμοποιηθούν τελικά περί τις 60.000, 45.000 στους Ολυμπιακούς Αγώνες και 15.000 στους Παραολυμπιακούς)10.
Όπως φαντάζει ίσως αναμενόμενο, καθοριστικός παράγων προσδιορισμού του ολυμπιακού εθελοντισμού είναι η ηλικία: το 21% των νέων ηλικίας 15-17 ετών δήλωνε το 2003 'μεγάλο ενδιαφέρον' γι'αυτόν, ενώ το ίδιο ποσοστό στην ηλικιακή κατηγορία 18-24 ετών έφθανε το 12.1%. Μεγάλο είναι το ποσοστό στους φοιτητές/τριες και στους ανέργους (19.6% και 16% αντίστοιχα). Στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες το ποσοστό των 'ενδιαφερομένων πολύ' κυμαίνεται από 5% (στους άνω των 65 ετών πολίτες) έως 8% (35-44 ετών).
Ενδιαφέρουσα, τέλος, αν και φυσιολογική, είναι η διαφοροποίηση των κινήτρων για εθελοντισμό στους Αγώνες που παρουσιάζεται μεταξύ των δύο ηλικιακών ομάδων. Η μικρότερη ηλικιακή ομάδα 15-17 ετών έχει ως βασικό, σχεδόν αποκλειστικό, κίνητρο ένα καθαρώς ιδεολογικό στοιχείο: τη συμμετοχή στη συγκίνηση των Αγώνων (41.5%). Ιδεολογικό, θα έλεγε κανείς ότι είναι και το κίνητρο των μεγαλύτερων σε ηλικία ατόμων που δηλώνουν πρόθεση εθελοντισμού (συμμετοχή στη συγκίνηση, επιτυχία των Αγώνων). Αντίθετα, η ηλικιακή ομάδα 18-24 ετών, η οποία αποτελεί και τον 'σκληρό πυρήνα' των εθελοντών, υπό την έννοια ότι πληροί και το (ηλικιακό) κριτήριο στρατολόγησης, δίπλα στο ιδεολογικό στοιχείο της συμμετοχής στη συγκίνηση των Αγώνων (34.3%) τοποθετεί και ένα περισσότερο πραγματιστικό - χρηστικό, την αποκόμιση επαγγελματικής εμπειρίας (25.9%).
Επίλογος
Η ελληνική κοινή γνώμη τάχθηκε εξαρχής υπέρ των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Η επιλογή της αυτή δεν κλονίστηκε έως σήμερα, παρά τα σοβαρά και αντικειμενικά προβλήματα που αντιμετώπισε η πορεία της οργάνωσης και παρά την εκτίναξη του οικονομικού της κόστους.
Ο 'φιλο-ολυμπισμός' της ελληνικής κοινωνίας μοιάζει ποιοτικά πολύ με τον 'φιλο-ευρωπαϊσμό της'. Όπως ο τελευταίος έτσι και αυτός φαίνεται να αποτελεί το (ιδεολογικό) διαβατήριο εισόδου της χώρας στον αναπτυγμένο κόσμο. Αποτελεί προσδοκία εθνικής αναβάθμισης που όλοι/ες ελπίζουν ότι θα έχει θετικές επιπτώσεις και στο προσωπικό-οικογενειακό επίπεδο. Τα προβλήματα που παρουσιάζονται στην εκπλήρωση αυτού του στόχου (προβλήματα οικονομικής πολιτικής, κοινωνικής - περιφερειακής συνοχής, προβλήματα καθημερινότητας) εκλαμβάνονται περισσότερο ως 'δευτερεύουσες' παρεκκλίσεις και, σίγουρα, δεν είναι ικανές να αμφισβητήσουν κοινωνικά το εγχείρημα. Το 'εθνικό στοιχείο' είναι απολύτως κυρίαρχο στην προσέγγιση της κοινής γνώμης. Εσωτερικές αντιφάσεις και αντιθέσεις υφίστανται βεβαίως, όμως καθίστανται δευτερεύουσες και υποταγμένες στον κεντρικό και κυρίαρχο στόχο της επιτυχίας των Αγώνων και της 'εθνικής υπερηφάνειας' που αυτή θα προκαλέσει. Υπό την έννοια αυτή δεν θα ήταν άστοχο, ίσως, να ειπωθεί ότι οι 'Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας' απέκτησαν τη μορφή, το ρόλο και τη θέση ενός νέου κρατικού ιδεολογικού μηχανισμού, στον οποίον συνυπάρχουν και λειτουργούν όλοι οι κοινωνικοί - ιδεολογικοί πειθαναγκασμοί. Η μεγάλη κοινωνική νομιμοποίηση των Αγώνων υποτάσσει όλες τις κριτικές προσεγγίσεις στο εγχείρημα, δικαιολογεί τις οικονομικές επιπτώσεις, αγνοεί εν πολλοίς τις όποιες περιβαλλοντικές συνέπειες, υποβαθμίζει τις νομικές επιπλοκές όταν προκύπτουν, νομιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό τις καθημερινές ταλαιπωρίες λόγω των έργων και των καθυστερήσεών τους.
Με αυτά τα δεδομένα, αποκτά πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η αποτίμηση του εγχειρήματος στο επίπεδο της κοινής γνώμης μετά το τέλος των Αγώνων του Αυγούστου 2004. Η σύγκριση κοινωνικού κόστους / οφέλους που θα προκύψει και ο τρόπος με τον οποίον αυτή η σχέση θα αφομοιωθεί από την ελληνική κοινωνία θα είναι σε τελική ανάλυση ο πραγματικός δείκτης επιτυχίας ή αποτυχίας των Αγώνων της Αθήνας.
Χριστόφορος Βερναρδάκης
Πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοσκοπήσεων VPRC
e-mail: [email protected]
|
|